Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ. Charley Brindley
Τριάντα Δύο
Κεφάλαιο Ένα
Χρονοδιάγραμμα: Σήμερον ημέρα, σε μια μικρή χώρα της Κεντρικής Ασίας.
Σηκώθηκε απ' το κρεβάτι της και κοίταξε το πάτωμα, τα γυμνά της πόδια ήταν παγωμένα από το κρύο τσιμέντο.
«Πέντε...τέσσερα...τρία....δύο...ένα»,είπε ψιθυρίζοντας.
Η πόρτα άνοιξε, και βγήκε έξω. «Καλημέρα, Λερτς».
Ο φρουρός βρυχήθηκε.
Μόνο έτσι της απαντούσε. Δε γνώριζε το πραγματικό του όνομα, απλώς πίστευε πως μοιάζει με τον «Λερτς» από τη γνωστή Οικογένεια Άνταμς· ψηλός, γεροδεμένος, με τετράγωνο κεφάλι και σκούρες κόγχες.
Όταν η βαριά πόρτα έκλεισε, ο Λερτς κατευθύνθηκε προς τις σκάλες. Τον ακολούθησε μερικά βήματα πιο πίσω.
Ήταν ντυμένος με μια παλιά κόκκινη και μπλε στολή γρεναδιέρου. Οι ξεφτισμένες μανσέτες και το φθαρμένο κολάρο υποδείκνυαν την ανάγκη του ρούχου για ένα καλό πλύσιμο, και σίγουρα μερικών επιδιορθώσεων.
Κατέβηκαν απ’ το κλιμακοστάσιο τρεις ορόφους ώσπου βγήκαν στο προαύλιο. Όπως πάντα, ήταν άδειο την ώρα της καθημερινής της άθλησης, κατά τις 10 π.μ. . Γιατί εκκένωναν το χώρο από τους άλλους κρατούμενους, δε γνώριζε. Μήπως για την ασφάλειά της...ή τη δική τους;
Άκουσε το μεταλλικό ήχο της κλειδαριάς να την κλείνει μέσα, και τότε έκλεισε τα μάτια, σήκωσε το κεφάλι και εισέπνευσε βαθιά, τάχα σαν ν’ ανέπνεε το θερμό ηλιόφως. Μετά από είκοσι τρεις ώρες απομόνωσης στο άθλιο κελί της, ένιωθε σαν την πρώτη μέρα της άνοιξης.
Έπειτα από μια ήσυχη στιγμή, άνοιξε τα μάτια της. Ένα λευκό ίχνος αεροπλάνου διαγράφτηκε πάνω απ' το κεφάλι της, σαν μια τέλεια ζωγραφισμένη γραμμή κιμωλίας στον γαλανό ουρανό.
Ένα επιβατικό, τόσο ψηλά. Δεν ακούω καν τους κινητήρες. Ένα επιβατικό γεμάτο με χαρούμενους μεθυσμένους, που πάνε σε μια εξωτική παραλία. Εκατοντάδες άνθρωποι, δίχως έγνοιες. Τόσο ψηλά, που ούτε αυτό το απαίσιο σιδερένιο και πέτρινο κελί μπορούν να δουν, ούτε το στίγμα μιας γυναίκας παγιδευμένης μέσα του.
Αναστέναξε, γύρισε δεξιά, και περπάτησε γοργά το μήκος του τοίχου. Όταν έφτασε στο τέλος του, γύρισε αριστερά και περπάτησε μερικά μέτρα. Εκεί, σήκωσε μια πέτρα που είχε αφήσει στη βάση του τοίχου. Ήταν πέτρα ποταμού, περίπου στο μέγεθος ενός πακέτου Κάμελ. Σαν βότσαλο, στρογγυλή και λεία, με ακονισμένη τη μια της πλευρά. Τυλίγοντάς τη στο χέρι της, συνέχισε να περπατά το μήκος του εξωτερικού τοίχου, που υψωνόταν τέσσερα μέτρα πάνω απ' το κεφάλι της. Σταμάτησε και κοίταξε στο τέλος αυτών των τεσσάρων μέτρων το συρματόπλεγμα. Ήταν τοποθετημένο πάνω από μια διπλή στρώση σπασμένων γυαλιών – κάτι πράσινα και καφετιά απομεινάρια μπουκαλιών κρασιού από παλιούς υπαλλήλους, οι οποίοι είχαν φύγει εδώ και πολλά χρόνια. Τα αιχμηρά θραύσματα, χωμένα μέσα στον σοβά,