Άννα Καρένιν. Tolstoy Leo
να εξέλθωμεν, μαμά, το πλήθος διελύθη.
Εξελθόντες του βαγονίου, συνήντησαν πολλά πρόσωπα, τα οποία διήρχοντο τρέχοντα και με τας μορφάς τεταραγμένας.
Και ο σταθμάρχης επίσης ευρίσκετο εις κίνησιν με την όψιν συνεσπασμένην.
Πού;.. Προς ποίον μέρος;.. Κατεπλακώθη;. ,. ηρώτων οι διαβάται.
Ο Ομπλόνσκυ, με την αδελφήν του στηριζομένην εις τον βραχίονά του, επέστρεψε και αυτός εις το τραίνον λίαν συγκεκινημένος.
Αι δύο κυρίαι ανήλθον και πάλιν εις το βαγόνι, εν ώ οι δύο άνδρες ανεμιγνύοντο με το πλήθος διά να μάθουν τας λεπτομερείας του δυστυχήματος.
Κάποιος οδοφύλαξ, είτε διότι ήτο μεθυσμένος, είτε υπερβολικά διπλωμένος εντός των ενδυμάτων του λόγω του παγετού, δεν είχεν ακούσει ερχόμενον το τραίνον.
Ο Ομπλόνσκυ και ο Βρόνσκυ είδον το πτώμα παραμορφωμένον. Ο πρώτος συνεκινήθη καταφώρως εκ του θεάματος αυτού και εφαίνετο έτοιμος ν' αναλυθή εις δάκρυα. Αλλά προ της επιστροφής των, αι δύο κυρίαι είχον πληροφορηθή τα διατρέξαντα.
– Α! είναι τρομερόν, αν εγνώριζες, Άννα, τι είδα! είπεν ο Ομπλόνσκυ.
– Ο Βρόνσκυ εσιώπα· η ωραία του μορφή ήτο σοβαρά, αλλ' ήρεμος.
– Αχ! κόμησσα, έξηκολούθησεν ο Ομπλόνσκυ, αν τον εβλέπατε!.. Η γυναίκα του ήτο εκεί.. Ερρίφθη επί του σώματός του.. Λέγουν δε ότι ήτο ο μόνος προστάτης της οικογενείας.
– Δεν θα ειμπορούσεν άρα γε να γείνη τίποτε δι' αυτήν; ηρώτησεν εν συγκινήσει η Άννα Καρένιν.
Ο Βρόνσκυ την ητένισε και κατήλθεν αμέσως του βαγονίου.
– Επιστρέφω αμέσως, μαμά, είπεν από του αντιθέτου μέρους της θυρίδος.
Όταν δ' επανεφάνη, μετά πάροδον ολίγων στιγμών, ανεχώρησαν.
Κατά την έξοδον εκ του σταθμού, ενώ ο Βρόνσκυ εβάδιζεν εμπρός μετά της μητρός του, της Άννας Καρένιν και του Ομπλόνσκυ ερχομένων όπισθεν, ο σταθμάρχης προσέδραμε.
Παρεδώκατε εις τον υποδιευθυντήν, είπε, διακόσια ρούβλια· ευαρεστήσθε να μου ειπήτε διά ποίον ακριβώς τα προορίζετε;
– Διά την χήραν, είπεν, ο Βρόνσκυ υψώσας τους ώμους, δεν την εννοώ αυτήν την ερώτησιν!
– Εδώκατε χρήματα διά την χήραν; εφώνησεν ο Ομπλόνσκυ.
– Αληθινά, τι λαμπρός νέος!,. εξηκολούθησε πιέσας το βραχίονα της αδελφής του υπό τον αγκώνα του.
Η Άννα Καρένιν επέβη αμάξης και ο Ομπλόνσκυ παρετήρησε μετ' εκπλήξεως ότι τα χείλη της νεαράς γυναικός έτρεμον και ότι μετά βίας συνεκράτει τα δάκρυά της.
– Άννα τι έχεις; ηρώτησε μετά μίαν στιγμήν.
– Το επεισόδιον αυτό είνε κακός οιωνός, είπεν εκείνη.
– Τι παιδιαρισμός! υπέλαβεν ο Ομπλόνσκυ. Το ουσιώδες δι' εμέ είναι να σ' έχω πλησίον μου!.. Αναθέτω εις σε όλας μου τας ελπίδας!
– Γνωρίζεις προ πολλού τον Βρόνσκυ; ηρώτησεν εκείνη.
– Ναι, προ πολλού.. άλλως τε, ξεύρεις, ελπίζομεν ότι θα νυμφευθή την Κίττυ.
– Α! αλήθεια! είπεν εκείνη διά φωνής βραδείας. , Λοιπόν!.. ας ομιλήσωμεν περί σου.
Ετίναξε την κεφαλήν ως διά ν' αποδιώξη κάποιαν οχληράν σκέψιν, η οποία την εστενοχώρει.
– Ναι, ας ομιλήσωμεν περί σου! Έλαβον την επιστολήν σου και ιδού εγώ.
– Μάλιστα, όλαι μου αι