Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος. Eftaliotis Argyris
και γενική ανοχή. Το κείμενο τω νόμων αυτών είναι πιστή εικόνα της πολιτικής του Κωσταντίνου. Τους διαβάζει άνθρωπος, και νοιώθει πως δεν είταν αρπαγμένος ο νους του από θρησκευτικό ενθουσιασμό, παρά μόνο δεμένος από φόβο Θεού, από ευλάβεια κ' ευγνωμοσύνη για τα όσα του χορήγησε ο Ύψιστος ως τα τώρα, κι αυτό πάλι όχι τόσο που να ταράξουν την πολιτική του κρίση, τη διπλωματική του. «Την δύναμίν σου ευλαβώ (έλεγε) ην εν πολλοίς τεκμηρίοις έδειξας, και την εμήν πίστιν βεβαιοτέραν ειργάσω. » Παρακάτω όμως, « Ειρηνεύειν σου τον λαόν και αστασίαστον μένειν επιθυμώ υπέρ του κοινού της οικουμένης και πάντων ανθρώπων χρησίμου… Μηδείς τον έτερον παρενοχλείτω. Έκαστος όπερ η ψυχή βούλεται, τούτο και πραττέτω».
Ήθελε μ' άλλους λόγους να μην τους ερεθίζη τους Εθνικούς, μόνο να τους φυλάγη ήσυχους, για να μπορέση ναποτελειώση ειρηνικά τη μεγάλη επιχείρηση που λογάριαζε ο νους του.
Πού να τα ονειρευτή όμως ο θετικός εκείνος νους τα βάσανα που του μαγείρευε η σοφιστική μανία της αρχαιότητας, κι όχι πια με την παλιά της μορφή, παρά κρυμμένη μέσα στης νέας θρησκείας τα ράσα!
Όταν ο παλιός ο κόσμος, και μάλιστα ο πιο γραμματισμένος, είδε κι απόειδε πως προκοπή πια δεν είχε, κι ας τον υποστηρίζανε Γαλέριοι και Λικίνιοι, άλλο δεν τούμνησκε παρά νάρχεται και να κατασταλάζη μέσα στης νέας θρησκείας το χωνευτήρι. Με προστάτη μάλιστα της Χριστιανωσύνης τώρα τον Κωνσταντίνο, τέτοιο κίνημα και φυσικό φαίνεται και συφέρο τους είταν. Το χώνεμα όμως αυτό δεν είταν και δίχως τα δυσάρεστά του. Επειδή όσο και να χριστιανίζουνταν οι δικοί μας, τα συστήματά τους δεν μπορούσανε να χριστιανιστούν κι αυτά σε μια και σε δυο γενεές, μόνο περνούσανε μέσα στον καινούριο κόσμο σαν κρύφιο φαρμάκι μαζί με το αίμα τους. Και μπορούμε μα την αλήθεια να πούμε πως ο Εθνισμός, καθώς άλλοτε θέλοντας καταδίωχνε με βάσανα το Χριστιανισμό, τώρα μη θέλοντας τονέ φοβέριζε με όπλο φοβερό, με την τέχνη εκείνη που μπορούσε να σκίζη τρίχες, μα και βαθιόρριζα δέντρα να ρίχνη· με την ξεπεσμένη του τη φιλοσοφία, που αργαστήρι της ξακουσμένο σταθηκε η μεγαλονόματη η Αλεξάντρεια.
Η φιλοσοφία αυτή, αν και καθώς είπαμε ξεπεσμένη, δεν είταν κι όλως διόλου σοφιστική. Για δαύτο κι όσοι είχαν κεφάλι γερό, καθώς ο Αθανάσιος, δε δυσκολευτήκανε να διαλέξουν τα γερά τους στοιχεία και να δυναμώσουνε μ' αυτά τη Χριστιανωσύνη. Μα όσοι πάλι, κι αυτοί είταν οι πιώτεροι, δεν είχανε δύναμη να κατεβάσουν την αλήθεια ως τη συνείδησή τους, παρά φύλαγανε την εικόνα της μονάχα στη φαντασία τους μέσα, καθώς ο Άρειος, έφεραν ολέθρια ζιζάνια μέσα στην καινούρια Κοινωνία, κ' έπρεπε μα το ναι να είναι ένας Χριστινανισμός για να τα βαστάξη και με τον καιρό να τα καταπνίξη. Κ' επειδή στον πρώτο πόλεμο που σήκωσε μέσα στη Χριστιανωσύνη η ρωμαίικη η σοφιστεία παράστησε θέλοντας και μη σημαντικό πρόσωπο κι ο Κωνσταντίνος, είναι ανάγκη να χαρίσουμε ένα κεφάλαιο στα θεολογικά τα ζητήματα που σπάραξαν το Έθνος ό,τι άρχιζε να το συμμαζεύη ο νέος προστάτης του.
Είδαμε παραπάνω πως οι