ΑΠΟΔΟΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ. Saša Robnik
Ορυχείο K -14, Άζρα
Πληρώνω τον λογαριασμό, φοράω τον μπουφάν και αφήνω το μέρος των τεμπέληδων και των καταδικασμένων. Οι φωνές τους παρέμεναν καθώς περπατούσα τη νύχτα στο υγρό πεζοδρόμιο. Το φως νέον της παμπ αναμειγνύεται με τα βήματά μου στο τσιμέντο.
Η νύχτα είναι αψεγάδιαστη σαν χαμόγελο νεογέννητου παιδιού. Την εισπνέω όσο αντέχουν τα πνευμόνια μου κι είναι ανακουφιστικό που ο μαύρος αέρας αποβάλλει τα δηλητήρια που διείσδυσαν στο σώμα μου μέσα στο μπαρ, κι όμως ήξερα κι ακόμα ξέρω: δεν υπάρχει μεγαλύτερο δηλητήριο από τις τύψεις και τις ενοχές που με στοιχειώνουν. Το αλκοόλ δεν είναι θεραπεία, είναι μία καθυστέρηση της αγωνίας που συνέτριψε τον εσωτερικό σου κόσμο, κι όμως, το αλκοόλ σε κάνει να ξεχνάς για λίγο αν δεν είσαι μόνος, κι αν είσαι, εντείνει το δηλητήριο με κάθε γουλιά.
Καθώς ξεκλειδώνω την πόρτα κι ανάβω το φως, ο διάδρομος με χαιρετά με την κενότητα του και τη γυμνή λάμπα που το φως της κάνει τα πάντα ανατριχιαστικά. Κρεμώντας το μπουφάν και βγάζοντας τα παπούτσια μου διστάζω, ξέροντας ότι είναι εκεί, παραμονεύοντας, πιο συχνά στο υπνοδωμάτιο, μερικές φορές στην κουζίνα, σπάνια στο μπάνιο και τις περισσότερες φορές στο σαλόνι.
Βρίσκεται εκεί, με το πράσινο παλτό του, το άσπρο παντελόνι του και ένα καπέλο στο κεφάλι του, και στέκεται στη γωνία κοιτάζοντας τον τοίχο. Πάντα κοιτάζει τον τοίχο, δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπό του. Μερικές φορές, θέλω, αλλά δεν τον κάνω να γυρίσει και δεν έχω το κουράγιο να τον αγγίξω. Ο φόβος του άγνωστου είναι πιο δυνατός από την επιθυμία μου.
Γνωρίζω το όνομά του, μάρτυς μου ο Θεός πόσες φορές τον ικέτευσα να με κοιτάξει στα μάτια, αλλά κάθε φορά αποδεικνύεται μάταιο.
Κάθισα στον καναπέ κι άνοιξα την τηλεόραση. Οι εικόνες της οθόνης και η φωνή του παρουσιαστή λικνίζονταν στη συνείδησή μου. Το φως από την οθόνη ακτινοβολεί σε όλο το σαλόνι όπου κάθομαι ανίκανος να κάνω οτιδήποτε καθώς η μνήμη μου αναπηδά στο πώς ήταν και πώς θα ήταν. Μία αρρωστημένη μοίρα έγινε η ενοχή μου. Και δική του. Και δική μας.
Έπαψα να παρατηρώ τη μυρωδιά γύρω του πριν από καιρό, η σκληρή και διαπεραστική μυρωδιά κάρβουνου και σκόνης, τυπική κάθε ανθρακωρύχου, γεμίζει τώρα τα ρουθούνια μου και μου φέρνει μνήμες στο μυαλό. Τις απορρίπτω, δεν είναι καλοδεχούμενες. Διαφημίσεις διαδέχονται η μία την άλλη στην τηλεόραση και με κατακλύζει η κούραση. Ανυπομονώ να πέσω για ύπνο, μου φέρνει ανακούφιση και λήθη που εξαφανίζονται με το πετάρισμα του ματιού, ανάμεσα στο σκοτάδι και το ξύπνημα. Καθώς κλείνουν τα βλέφαρά μου και με αγκαλιάζει ο ύπνος, τον ακούω να κλαίει. Κλαίει με αναφιλητά. Έτσι μου λέει κάθε βράδυ.
Με ξυπνάει το ξυπνητήρι. Αργά και ξέγνοιαστα ετοιμάζομαι για τη δουλειά και δεν αργώ ποτέ. Η μυρωδιά του καφέ και ο ήλιος που εισβάλλει από τις μισάνοιχτες κουρτίνες φέρνει μία καινούρια μέρα. Εξαφανίστηκε από τη γωνία, πιθανόν να είναι στον διάδρομο. Έκλεισα το μάτι της κουζίνας, πήρα την κούπα μου, πήγα στον καναπέ και τέντωσα τον λαιμό μου. Εκεί είναι, ψιθυρίζοντας στον τοίχο, γρήγορα κι ακατάληπτα. Άναψα τσιγάρο και ανέβασα τη φωνή. Λένε ότι θα έχει ωραία μέρα σήμερα, χωρίς χιόνι.
Με λίγη προσπάθεια, η μηχανή πασχίζει να πάρει μπρος και να βγει από την παγωμένη νάρκη της. Με τρελή πίεση στο πετάλι, τα καταφέρνει. Την άφησα ανενεργή και άρχισα να βγάζω τον πάγο από το παρμπρίζ. Καθώς τα χέρια μου τινάζονται από τον πάγο, το βλέμμα μου πάει στο παράθυρο του τετάρτου ορόφου και μου φαίνεται ότι μπορώ να δω τη σιλουέτα του να φωτίζεται από τον χειμωνιάτικο ήλιο κι είμαι σίγουρος ότι με παρακολουθεί, κρυμμένος πίσω από τη γκρι κουρτίνα.
Βγαίνω από το αμάξι και βλέπω τους μαθητευόμενους μου, νεαρά αγόρια που μόλις αποφοίτησαν από το σχολείο. Πίνουν καφέ και μιλάνε για την Πρωτοχρονιά. Άκουσα ότι έχουν σχέδια με κάποια κορίτσια, γελώντας με χαρά.
Αφού με χαιρέτησαν ευγενικά, μου έβαλαν ένα φλιτζάνι καφέ κοιτώντας με απορημένο βλέμμα. Έγνεψα κι έστειλα τον Γκόραν στο γραφείο. Επιστρέφει με ένα μπουκάλι αλκοόλ και ποτήρια, βάζει σε όλους και κάνουμε πρόποση για τη νέα χρονιά.
– «Άλλο ένα;»
Είναι καλά αγόρια, κούνησαν αρνητικά το κεφάλι τους και άρχισαν να μιλάνε για τη δουλειά, οπότε τους ανέθεσα εργασίες. Ο Ιβίκα πρέπει να ερευνήσει το VW Golf, ο ιδιοκτήτης είναι ανυπόμονος και θέλει να πάει στο Βελιγράδι. Το Peugeot, που είναι στον γρύλο από χθες το βράδυ, ανατέθηκε στον Γκόραν. Πρέπει να αντικαταστήσει τα τακάκια και τα καλώδια του χειρόφρενου. Το Fiat θα το αναλάβω μόνος μου μόλις ο Μπόρις βγάλει την κεφαλή κυλίνδρου από τον μύλο. Θα δουλέψει μόνος του, αλλά θα τον επιτηρώ. Είναι δουλειά ακριβείας, πρέπει να τοποθετήσει σωστά τη ζώνη του οδηγού ώστε να μη γλιστρήσει και σπάσει τις βαλβίδες.
Επιτέλους, έφτασε ο Στόγιαν. Δεν είμαι θυμωμένος που άργησε, μένει αρκετά μακριά από το συνεργείο. Χωρίς λέξη, αρχίζουν να δουλεύουν. Όπως είπα, είναι καλά παιδιά.
Δημοφιλή τραγούδια από το ραδιόφωνο κατακλύζουν το συνεργείο. Τα παιδιά απολαμβάνουν να ακούνε μουσική ενώ δουλεύουν, δεν υπάρχει κάτι να παραπονιέμαι. Μερικές φορές, δεν ακούω το τηλέφωνο στο γραφείο, αλλά δεν είναι όλα τέλεια. Έχουν αυτή τη χαρά της