Χοηφόροι. Aeschylus
μας κυβερνήτρες,
αφού μαζί μου έχετ' ερθή, της λιτανείας
ετούτης συνοδεία, ζητώ τη συμβουλή σας,
τώρα που αυτές τις νεκρικές χοές στο μνήμα
του πατέρα μου χύνω, ποιαν ευχή να κάμω
που να τούνε καλόδεχτη; να του πω τάχα
πως από μέρος της μητέρας μου τις φέρνω,
της καλής του γυναίκας στον καλό της άντρα;
Δεν έχω θάρρος αχ! και τι να πω δεν ξέρω,
ενώ την προσφορά στον τάφο του θα χύνω.
Ή να του δεηθώ, καθώς και νόμος είναι
ανθρώπινος, να δώση αυτών, που του τις στέλλουν
τις προσφορές, την πλερωμή που τους αξίζει;
ή δίχως λόγο, ατίμητα, καθώς και κείνος
εχάθηκε, να χύσω τις χοές στο χώμα,
που θα τις πιή και να γυρίσω έτσι οπίσω
σαν ένας που αφίνει καθαρμούς και φεύγει
δίχως τα μάτια του να στρέψη να κοιτάξη;
Και σεις την ίδια νάχετε, φίλες μου, γνώμη,
αφού την ίδιαν έχουμε στο σπίτι έχθρα·
ανοίξετέ μου δίχως φόβο την καρδιά σας,
γιατί τ' όμοιο γραφτό της μοίρας περιμένει
κ' ελεύθερο κι όποιος σε ξένα χέρια σκλάβος·
λέγε μου, τίποτε καλύτερό μου αν ξέρης.
Σέβομαι σα βωμό το μνήμα του πατρός σου
κι αφού προστάζεις θα σου κρίνω απ' την καρδιά μου.
Καθώς τον τάφο του σεβάστηκες, και κρίνε.
Χύνε, κ' εύχου καλό για όσους τον αγαπούνε
Και ποιοί 'ναι οι φίλοι αυτοί που λες να ονοματίσω;
Εσένα πρώτα πες κι όσοι 'ναι εχθροί του Αιγίσθου.
Τότε για με και σε την ευχή λες να κάμω.
Μόνη σου πια κατάλαβε τι έχεις να κρίνης.
Ποιο λοιπόν άλλο μετά μάς να βάλω ακόμα;
Τον Ορέστη μελέτησε, όμως κι αν λείπη.
Καλά λες, και τον έφερες και με στο νου μου.
Τώρα θυμάμενη, γι' αυτούς που τον σκοτώσαν.
Τι να πω; ξήγησέ μου της άμαθης να μάθω.
Κάποιος γι' αυτούς άνθρωπος ή θεός να φτάση,
Και ποιο απ' τα δυο, κριτής των ή εκδικητής των;
Τόσο φτάνει να πης, το αίμα να πάρη πίσω.
Και μου είναι τούτο απ' τους θεούς συχωρεμένο;
Πώς όχι, τον εχθρό με κακό να πλερώνης;
Κήρυκα μέγιστε της γης και τουρανού,
βοήθησέ μας, χθόνιε Ερμή, και στείλε μου τις
αυτές μου τις ευχές κάτω στη γης, ν' ακούσουν
του κάτω κόσμου οι θεοί, που το φυλάγουν
το αίμα του πατέρα μου, κ' η Γη που όλα
γεννά και θρέφει και το σπέρμα πίσω παίρνει.
Και γω σκορπόντας στους νεκρούς τα δώρα τούτα
λέω και κράζω «ελέησε και με, πατέρα,
και τον Ορέστη, να τον φέρουμε στα σπίτια,
που έτσι σαν πουλημένοι τώρα τριγυρνούμε
απ' την ίδια τη μάννα μας· κι άλλαξεν άντρα
τον Αίγιστο αντίς σε, το συνεργό του φόνου.
Κ' είμαι σε