Φυλλάδες του Γεροδήμου. Eftaliotis Argyris

Φυλλάδες του Γεροδήμου - Eftaliotis Argyris


Скачать книгу
Ό,τι σάλεψε τα χείλη του ο γέρος να μας πη κάτι, κι άρχισε να τραντάζη όλο το σπίτι, αρχίσανε να τρίζουν όλοι οι τοίχοι.

      – Σεισμός! κρυφοφώναξαν οι γυναίκες.

      Σαν τρελλοί σηκωθήκαμε και τρέξαμε κατά τη θύρα του ηλιακού. Ο γέρο Βασίλης τότε φωνάζει και μας λέει να σταθούμε. Σταθήκαμε μια στιγμή. Σταμάτησε ο σεισμός. Κάμαμε το σταυρό μας.

      – Τώρα τρέχατε, κ' ίσια στο περιβόλι, μας λέει ο γέρος τρομασμένα και βιαστικά.

      Μπαίνουμε στο σπίτι, κατεβαίνουμε τη σκάλα, ερχούμαστε στην πισόπορτα, και βγαίνουμ' έξω. Τι φωνές, τι τσιριχτά σ' όλη τη γειτονιά!

      – Δόξα νάχη ο Θεός που δε βάσταξε πιώτερο! μουρμούριξε η μακαρίτισσα. Και κει που τόλεγε, ξανάρχεται μεγαλήτερο βοητό από τα βάθια της γης, κ' ύστερ ' από το βοητό μεγαλήτερο τράντασμα. Ακούγαμε τους τοίχους που κατρακυλούσαν από παντού. Τα χάσαμε, και δεν μπορούσαμε να σαλέψουμε από κοντά από τον τοίχο μας. Άξαφνα γκρεμιέται κι αυτός ο τοίχος, και κατρακυλιούνται αμέτρητες πέτρες τριγύρω μας. Πέτρες, πέτρες, κ' ένα σύννεφο σκόνη.

      Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της τρομερής εκείνης βραδιάς, παρά που ήρθαν κατόπι μ' αναμμένα δαδιά, και σήκωναν πέτρες, και φώναζαν, κι αναστέναζαν, κ' έκλαιγαν. Μου φαινότανε σα να είμουνα μισοθαμμένος. Δεν πονούσα πουθενά, μα θαρρούσα πως σε δύο κομμάτια χωρίστηκα. Έτσι κι ο νους μου είτανε χωρισμένος. Δεν καλόνοιωθα τι έτρεξε, μα έβλεπα, έβλεπα τις πέτρες που σήκωναν, τα ξύλα που τραβούσανε σιγανά, τη σκόνη που μ' έπνιγε. Έβλεπα και το γέρο το Βασίλη, ξεσκισμένο, λαβωμένο, χωματιασμένο, να τους φωνάζη όλους με βραχνιασμένη φωνή, «προσέξτ' από δω, παιδιά, τραβάτ' από κει». Ύστερα ένοιωσα πως δεν είμουν πια θαμμένος, πως με σήκωναν. Κατόπι βρέθηκα στρωμένος σε μέρος που με το φως ενός φαναριού με κοιτάζανε, με ψάχνανε, μ' έδεναν, κ' ύστερα ύστερα βυθίστηκα, και πια δεν έβλεπα τίποτις, δεν άκουγα τίποτις.

      KB' ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΑΚΟΜΑ

      Πρέπει ακόμα δυο λόγια να πω, πρι να κλείσω την ιστορία μου.

      Άσπρισαν τα μαλλιά μου, κι ακόμα τρέμω σαν την ανιστορήσω την καταστροφή εκείνη του σπιτιού, του χωριού, της μάννας μου και της αδερφούλας, σα συλλογιούμαι πως την ώρα που με σήκωναν από το χάλασμα και με βάζανε στην τέντα με το σπασμένο το πόδι, κοίτουνταν κ' οι δυο τους άψυχες κάτω από τις μαύρες τις πέτρες.

      Конец ознакомительного фрагмента.

      Текст предоставлен ООО «ЛитРес».

      Прочитайте эту книгу целиком, купив полную легальную версию на ЛитРес.

      Безопасно оплатить книгу можно банковской картой Visa, MasterCard, Maestro, со счета мобильного телефона, с платежного терминала, в салоне МТС или Связной, через PayPal, WebMoney, Яндекс.Деньги, QIWI Кошелек, бонусными картами или другим удобным Вам способом.

/9j/4AAQSkZJRgABAQEASABIAAD/2wBDAAMCAgMCAgMDAwMEAwMEBQgFBQQEBQoHBwYIDAoMDAsKCwsNDhIQDQ4RDgsLEBYQERMUFRUVDA8XGBYUGBIUFRT/2wBDAQMEBAUEBQkFBQkUDQsNFBQUFBQUFBQUFBQUFBQUFBQUFBQUFBQUFBQUFBQUFBQUFBQUFBQUFBQUFBQUFBQUFBT/wAARCAMeAjoDAREAAhEBAxEB/8QAHQABAQEAAgMBAQAAAAAAAAAAAQACBgkFBwgEA//EAGwQAAEDAQYEAgYDBgwQCQoFBQEAAhEhAwQFMUFRBhJhcQeBCBMikaGxMkLBCRQVs9HhFyU1N1JicnN10vDxFhgjJCY0Q0VjdIKDkpWytCczNkRGVWWFwhkoVFaElKLD09Q4U2R2k2aGlqPi/8QAHAEBAQACAwEBAAAAAAAAAAAAAAECBgMEBQcI/8QARhEBAAECBAIFBgwEBQQDAQEAAAECEQMEITEFQQYSUWFxM3KBkbHBExQVIjI0NVKSodHhFkKCsiMkU1TwJWKiwkNj0uLx/9oADAMBAAIRAxEAPwD1bAGg7nNaE/VRABJMGFbruC2CRSeil0mC0DTLqrKxBI0AAUWwaytQAhEdoNIoA3tmjE8td9UZW7F9Y0y8kREGJIE9Qh3oCQIFNgFA8pNeUQM6KrYuc2Ij3ouibE6dlEggwcvzIoaYcRGaHMkgTIzQJNJA84RQBuJnoiIwJoJOgRSAANqVkIKKb9lTSwMOr8ENCBMgAdUIi6gAARmoBmxMH5KkISRMU6hQQBcIAg/yzQjZOAbAgbZIk2hNbMyEWzTIBrHuSYWLc0TOnwqkICM4IJPwQJNDIimlEVAdNElFMESI7Ivi1kYyUXuHkI3KICQaR3VCIERFdIUIRFcvNFPL2S5ZcusAjdLlg7WI7okogfZQJcUGBQIIgnSiDIrkBToqjXLlDQPJFt2EEBtAOyxXkzBpEDdZJY5HIEII5gqEo00lFaBBER5KEAmmWWkKyCkiQB80EBM5pdDEUzjojLRADaB1SWNlyjKAmqrk3gJcsIqMoigjNOSLll25jaipYRUkt+xIEQQ2XAGeiHJAEjKRnREPLqQPcpdbF0GgbRFmeSrqR0BQWmXm
Скачать книгу