Ανδρομάχη. Euripides
προσέχει πολύ.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Βλέπεις; Διστάζεις, ενώ τόσα υποφέρω εγώ που με αγαπάς.
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
Όχι, μη με βρίζης. Πηγαίνω, έστω και αν πρόκειται να πάθω τίποτε κακόν, αφού είμαι δούλη και η ζωή μιας δούλης δεν αξίζει τίποτε.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πήγαινε λοιπόν γρήγορα. Εγώ δε καθισμένη εδώ με θρήνους και γόους και δάκρυα θα γεμίσω τον αέρα. Διότι είναι φυσικόν εις ημάς τας γυναίκας ως απόλαυσιν να έχωμεν πάντοτε εις το στόμα μας τας συμφοράς του παρόντος. Και διά να κλαίω δεν έχω μίαν αφορμήν αλλά πολλάς. Την πατρικήν μου πόλιν, τον Έκτορα που έχασα και την σκληράν μου τύχην που μ' έκαμε δούλην ενώ δεν ήξιζα. Δεν πρέπει κανείς να μακαρίζη ένα άνθρωπον πριν ιδή πώς θα περάση την τελευταίαν ημέραν της ζωής του και πώς κατέβη εις τον άλλον κόσμον. Ο Πάρις δεν έφερε την Ελένην εις το Ίλιον ως σύζυγον αλλά ως καταστροφήν. Ένεκα αυτής, ω Τροία, με το δόρυ και με το πυρ σε κατέλαβεν ο Ταχύς Άρης των Ελλήνων με τον στόλον των χιλίων πλοίων, και ο υιός της θαλασσίας Θέτιδος τον ιδικόν μου σύζυγον τον Έκτορα έσυρε γύρω από τα τείχη, δεμένον πίσω από το άρμα του. Κ' εμέ την ιδίαν εξ αιτίας της με ήρπασαν από τα δωμάτια μου και με ωδήγησαν κάτω εις την θάλασσαν, διά να πέσω εις την φοβεράν δουλείαν. Άφθονα τα δάκρυα έτρεχαν εις το πρόσωπόν μου, όταν άφησα την πόλιν και το σπίτι μου και τον άνδρα μου κυλιόμενον εις την σκόνην. Ω δυστυχισμένη εγώ, τι ανάγκη ήτο να βλέπω ακόμη το φως ως δούλη της Ερμιόνης; Και αυτήν φοβουμένη τώρα κατέφυγα εις αυτό το άγαλμα της θεάς, το οποίον εναγκαλίζομαι ως ικέτις, όπου και λύομαι εις τα δάκρυα, τα οποία τρέχουν ως σταγόνες από πέτραν.
ΣΚΗΝΗ Γ'
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ – ΧΟΡΟΣ ΘΗΒΑΙΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΧΟΡΟΣ
Ω, συ, η οποία ήλθες εις το ιερόν αυτής της θεάς, εγώ, αν και γέννημα της Φθίας, έρχομαι όμως προς σε την καταγομένην από την Ασίαν, από λύπην, μήπως κατορθώσω να εύρω μίαν λύσιν των δεινών σου, αφού σε και την Ερμιόνην τρομερά έρις περιέπλεξε, διότι και αι δύο ένα άνδρα έχετε, τον υιόν του Αχιλλέως. Σκέψου καλά την δυστυχίαν εις την οποίαν ευρέθης. Συ, κόρη από την Τροίαν, αγωνίζεσαι προς δέσποιναν Λάκαιναν. Άφησε το τώρα το ιερόν της θαλασσινής θεάς, το δεχόμενον προσφοράς. Διότι ποίον θα είναι το όφελός σου, αν αναγκάζεσαι να συναγωνίζεσαι προς τους δεσπότας και επομένως να φθείρης το σώμα σου; Οι δυνατώτεροι θα επικρατήσουν. Διατί κοπιάζεις, ενώ δεν είσαι τίποτε; Πήγαινε· άφησε τον ναόν της Νηρηίδος θεάς, σκέψου ότι είσαι ξένη δούλη, εις ξένην πόλιν, όπου δεν βλέπεις κανένα από τους φίλους σου, ω δυστυχεστάτη, ω τρισαθλία νύμφη.
(Αντιστροφή β'.)
Δυστυχεστάτη, ήλθες, εδώ ω γυναίκα της Τροίας. Αλλά φοβούμεναι τους κυρίους μας σιωπώμεν, – μολονότι σε λυπούμεθα, – μη μας ιδή ότι σε συμπαθούμεν η κόρη του Διός.
ΣΚΗΝΗ Δ'
ΑΙ ΑΥΤΑΙ – ΕΡΜΙΟΝΗ
(Η Ερμιόνη εισέρχεται επιδεικτικώς ενδεδυμένη και ομιλεί με υπεροψίαν)
ΕΡΜΙΟΝΗ
Τα πλούσια χρυσά στολίσματα της κεφαλής και τους κεντημένους πέπλους, δεν έλαβα ούτε από τον Αχιλλέα ούτε από τον Πηλέα, αλλά τους είχα προίκα αφ' ότου έφθασα εδώ από το σπίτι μου, από την Λακωνικήν γην της Σπάρτης, γιατί μου τα είχε χαρίση ο πατέρας μου ο Μενέλαος μαζί με άλλην προίκα, γι' αυτό έχω το δικαίωμα να είμαι ελευθερόστομος. Σε σας λοιπόν αυτά τα λόγια λέγω. Συ όμως, αν και είσαι