.
εις την κατ' εκείνην την εποχήν αυτόθι ιδρυθείσαν, ταις ενεργείαις αυτού και βραδύτερον (1824) διοργανισθείσαν υπό του λόρδου Γκίλφορδ «Ιόνιον Ακαδημίαν», ής μέλη ετύγχανον αυτός τε και οι αδελφοί αυτού Βιάρος και Γεώργιος15, περί τα τέλη δε του έτους 1808 ανεχώρησεν εις Ρωσίαν, μη στέρξας την υπό του Μεγάλου Ναπολέοντος διά του αντιστρατήγου Καίσαρος Βερτιέ και του Δονζελό προσενεχθείσαν αυτώ υπηρεσίαν εν τη οικεία πατρίδι «ως ακροατού εν τω της Επικρατείας Συμβουλίω». Και δεν είχεν άδικον ο Καποδίστριας μη αποδεξάμενος την νέαν υπό την γαλλικήν προστασίαν θέσιν, εν ή οι Γάλλοι υπέσχοντο αυτώ λαμπρόν στάδιον διότι διά ταύτης αι υπό των Γάλλων εν έτει 1797 εις δημοκρατίαν ανυψωθείσαι Ιόνιοι νήσοι ήδη διά των γαλλικών και αύθις όπλων απώλεσαν την εθνικήν αυτών κυβέρνησιν και υπήχθησαν υπό την γαλλικήν σημαίαν.
Τοιαύτα είναι της αλλοπροσάλλου διπλωματίας τα τεχνάσματα και ούτως αι τύχαι των λαών κανονίζονται υπό των ισχυρών της γης!
Όπως ποτ' αν η, ο Καποδίστριας μη ανεχόμενος την συντελεσθείσαν εν τη πατρίδι πολιτικήν μεταβολήν, προς δε και διακαιόμενος υπό της θρησκευτικής και πολιτικής της εποχής κείνης ιδέας, ότι η δεδουλωμένη Ελλάς έμελλε να σωθή διά των ρωσικών όπλων, απεφάσισε να αναχωρήση εις Ρωσίαν, οπόθεν, ενόμιζεν, ηδύνατο να υπηρετήση κάλλιον τη πατρίδι. Ούτω δε, ως έφθημεν ειπόντες, περί τα τέλη του 1808, ότε ανεχώρησαν παντάπασι και τα ρωσικά πλοία, ήτοι έν έτος μετά την των Ιονίων νήσων τοις Γάλλοις υπαγωγήν, καθ' ό ο Καποδίστριας ιδιωτεύων επεδόθη όλως εις την μελέτην και την σπουδήν, ανεχώρησεν εκ Κερκύρας και κατ' Ιανουάριον έφθασεν εις την ωραίαν πρωτεύουσαν πασών των Ρωσιών, εις Πετρούπολιν.
Εκεί προσελήφθη αμέσως ως σύμβουλος της αυλής, εν τω τμήματι του Υπουργείου των Εξωτερικών· υπό τας διαταγάς του κατά το έτος εκείνο αρχιγραμματέως της αυτοκρατορίας Ρωμαντσώφ. Ενταύθα διαμείνας επί διετίαν, έσχε την ευκαιρίαν να μελετήση καλώς τον χαρακτήρα του ρωσικού λαού καθ' όλας αυτού τας διαστάσεις και να βολιδοσκοπήση τα πνεύματα των εν τοις πράγμασιν, οίτινες εβάδιζον επί τοις ίχνεσι των σχεδίων του Μεγάλου Πέτρου. Εις τούτο δε μεγάλως υπεβοήθησαν αυτώ η ευφυία και η λαμπρά συμπεριφορά του νέου διπλωμάτου, όστις εντός μικρού είχε κατακτήσει τας καρδίας πάντων των αυλικών. Ακριβώς δε κατά το έτος εκείνο (1809), κατά παράδοξον σύμπτωσιν, είχεν εισέλθει εις ρωσικήν υπηρεσίαν καταταχθείς εν τω στρατώ ως ανθυπολοχαγός και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δεκαεξαέτης μόλις, μεθ' ού βραδύτερον τοσούτον συνειργάσθη υπέρ της εθνικής παλιγγενεσίας. Μεγάλως δε ωφέλησε τω Καποδιστρία και η φιλία του Αλεξάνδρου Στούρτσα συναδέλφου αυτού εν τω Υπουργείω των Εξωτερικών, μεγάλην δε έχοντος επιρροήν εν τω πόλει του Πέτρου, χάρις εις την αδελφήν αυτού Ρωξάνην δεσποινίδα της τιμής εν τη αυτοκρατορική αυλή. Διά του Στούρτσα επεξέτεινε τον κύκλον των εν Ρωσία φίλων, ιδίως δ' ηδυνήθη να συστηθή προς τον μέγα τότε ισχύοντα ναύαρχον και Υπουργόν των Ναυτικών Τσιτσακώφ, όστις μεγάλως ευηργέτησε τον Καποδίστριαν, ως θέλομεν ιδεί. Ενταύθα επίσης εγνώρισε και τον είτα γραμματέα αυτού ιδιαίτερον γενόμενον
15
Του Καποδιστρίου υπήρχον και άλλοι αδελφοί: ο Βίκτωρ και ο Αυγουστίνος· τούτων ο μεν μετά του Γεωργίου είχε σπουδάσει την αγρονομίαν και την φιλολογίαν, ο δε Βίκτωρ την ιατρικήν, αλλ' απέθανε προώρως παθών διανοητικήν διατάραξιν, ο δε Βιάρος εγένετο διάσημος νομικός, ως και τέσσαρες αδελφαί, ών αι μεν δύο εκάρησαν μοναχαί, αι δε άλλαι ενυμφεύθησαν η μεν τον Σπυρίδωνα Πολυλάν, η δε τον Νικόλαου Ροδόσταμον. Ως βλέπει ο αναγνώστης, εκ των πέντε υιών του Αντωνίου Μαρία Καποδιστρίου ουδείς υπήρξε στρατιωτικός· διότι η μακκιαβελική πολιτική της Βενετίας, εξ ής κατεστράφη, δεν επέτρεπε τοις Έλλησιν, ούς διά τίτλων ευγενείας και άλλων προνομίων καθίστα χειροήθεις, να σπουδάζωσι τα στρατιωτικά, ίνα μη ούτω καθίστανται επικίνδυνοι αυτή. Ίνα δε σαγηνεύη τους ευγενείς, επέτρεψεν αυτοίς να σπουδάζωσιν εν τω Βενετικώ Πανεπιστημίω της Παδούης την ιατρικήν και νομικήν, λαμβάνωσι δε τα διπλώματα του διδάκτορος μετά μεγάλης ευκολίας και σχεδόν ανεξετάστως. Ούτω λοιπόν οι Έλληνες εσπούδαζον θεολογίαν, ιατρικήν φιλολογίαν ή νομικήν και αγρονομίαν. Η αισχρά αύτη πολιτική της Βενετικής δημοκρατίας εζήτει, προς τοις άνω, να διαφθείρη, ως και κατώρθωσε μέχρι τινός, την γλώσσαν και τα ήθη των Επτανησίων, ίνα επιτύχη τον εις τον καθολικισμόν προσηλυτισμόν των ορθοδόξων διά της ιδρύσεως καθολικών ναών και άλλων καθολικών εκπαιδευτηρίων, εις ά προσείλκυον πολλούς.