Βέρθερος. Johann Wolfgang von Goethe
>
Βέρθερος
ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
4 Μαΐου.
Πόσον χαίρω που ανεχώρησα! Καλέ μου φίλε, τι πράγμα είναι η καρδιά του ανθρώπου! Να εγκαταλείψω σε που τόσον αγαπώ, που σου ήμουν αχώριστος, και να βρίσκωμ' ευχαριστημένος! Ηξεύρω ότι μου το συγχωρείς. Μήπως αι λοιπαί μου σχέσεις δεν εξελέγησαν επίτηδες από της τύχης για να στενοχωρούν μια καρδιά σαν την ιδική μου; Η καϋμένη Λεονώρα! Και όμως ήμουν αθώος. Έπταια εγώ ότι, ενώ τα ιδιότροπα θέλγητρα της αδελφής της μου παρείχαν ευχάριστον διασκέδασιν, εγεννήθη ένα αίσθημα, πάθος εις την δυστυχισμένη της καρδιά; Και όμως είμαι εντελώς αθώος. Δεν υπέθαλψα τα αισθήματά της; Δεν εγοητεύθηκα εγώ εκ των αληθεστάτων εκφράσεων της φύσεως, που τόσες φορές, μας έκαμαν να γελώμεν, όσον ολίγον γελοίαι και αν ήσαν; Δεν – ω, τι είναι ο άνθρωπος ώστε να παραπονήται διά τον εαυτόν του! Αγαπητέ μου φίλε, σου το υπόσχομαι, θα βελτιωθώ, δεν θ' αναμασσήσω πλέον κανένα μικρόν κακόν, το οποίον μας παραθέτει η τύχη, όπως έκαμα πάντοτε· θ' απολαύσω το παρόν, το δε παρελθόν θα μου είναι παρελθόν. Βέβαια, έχεις δίκαιον, φίλτατε, τα βάσανα θα ήσαν ολιγώτερα μεταξύ των ανθρώπων, αν δεν ησχολούντο (ο Θεός ηξεύρει διατί ούτω επλάσθησαν) με τόσην προθυμίαν της φαντασίας εις το ν' ανακαλούν αναμνήσεις του παρελθόντος κακού περισσότερο παρά να περνούν αδιάφορον παρόν.
Κάμε μου την χάριν να πης εις την μητέρα μου ότι θα φροντίσω όσον το δυνατόν καλύτερα διά την υπόθεσίν της, και θα της δώσω εντός ολίγου είδησιν περί τούτου. Ωμίλησα με την θείαν μου και δεν την ηύρα καθόλου κακήν γυναίκα, ως μας την παριστάνουν· είναι φαιδρά και οξύθυμη γυναίκα με καλλίστην καρδίαν. Της εξέθεσα τα παράπονα της μητρός μου διά το κατακρατούμενον μερίδιον της κληρονομιάς· μου εξήγησε τους λόγους, τα αίτια και τους όρους, υπό τους οποίους θα ήτο πρόθυμη το παν να μας παραδώση και περισσότερα από όσα εζητούμεν – τέλος πάντων ας είναι, δεν θέλω τώρα τίποτε περί τούτου να γράψω, πες εις την μητέρα μου, πως όλα θα τελειώσουν καλά. Και ηύρα πάλιν αγαπητέ μου, στην μικρήν αυτήν υπόθεσιν, ότι αι παρεννοήσεις και η ραθυμία περισσότερα ίσως κακά γεννούν εις τον κόσμον παρά η πανουργία και η κακία. Τουλάχιστον τα τελευταία αυτά είναι βεβαίως σπανιώτερα.
Άλλως ευρίσκομαι εδώ κάλλιστα. Η ερημία είναι διά την καρδίαν μου πολύτιμον βάλσαμον εις αυτήν την παραδείσιον χώραν, και αύτη η την νεότητα αποπνέουσα ώρα θερμαίνει με κάθε αφθονίαν την καρδίαν μου, που συχνά ριγεί. Κάθε δένδρον, κάθε θάμνος είναι δέσμη ανθέων, και θα επιθυμούσε κανείς να γίνη πεταλούδα, διά να δύναται να πετά εις το πέλαγος των ευωδιών, και να ευρίσκη εκεί κάθε τροφήν του.
Η πόλις καθ' εαυτήν είναι δυσάρεστος· απ' εναντίας γύρω της ανέκφραστος ωραιότης της φύσεως. Τούτο παρεκίνησε τον μακαρίτην κόμητα Μ *** να εφοδιάση τον κήπον του επί ενός των λόφων, που με ωραιοτάτην ποικιλίαν διασταυρούνται και σχηματίζουν τας χαριεστάτας κοιλάδας. Ο κήπος είναι απλούς και αισθάνεται κανείς ευθύς άμα εισέλθη, ότι το σχέδιον δεν έχει διαγράψει επιστήμων κηπουρός, αλλά μία ευαίσθητος καρδία, που ήθελε να απολαύση τον εαυτόν της εδώ. Ήδη πολλά δάκρυα έχυσα διά τον μακαρίτην εις την ετοιμόρροπον έπαυλιν, όπου πολύ ηγάπα να διαμένη, και όπου και εγώ ευχαριστούμαι. Μετ' ολίγον θα γείνω κύριος του κήπου· ο κηπουρός με ευνοεί, αν και είναι μόλις δύο τρεις ημέραι που εγνωρίσθημεν, και δεν θα περάση κακά.
10 Μαΐου.
Θαυμαστή ευθυμία κατέλαβεν όλην την ψυχήν μου, ομοία προς τας γλυκείας πρωίας της ανοίξεως τας οποίας απολαύω με όλην μου την καρδίαν. Είμαι μόνος και χαίρομαι την ζωήν μου εις αυτήν την χώραν, η οποία επλάσθη διά τοιαύτας ψυχάς σαν την ιδική μου. Είμαι τόσον ευτυχής, φίλτατε μου, τόσον βυθισμένος εις το αίσθημα ησύχου υπάρξεως, ώστε ένεκα τούτου πάσχει η τέχνη μου. Δεν θα ηδυνάμην ήδη ουδέ γραμμή να χαράξω, και ουδέποτε υπήρξα μεγαλείτερος ζωγράφος ή εις τας στιγμάς αυτάς. Όταν η αγαπητή κοιλάς πέριξ μου αχνίζη και ο υψηλός ήλιος σταματά εις την επιφάνειαν του αδιαπεράστου σκότους του δάσους μου, και σποραδικαί μόνον ακτίνες τινές εισδύουν εις το ιερόν άλσος, εγώ δε είμαι εξαπλωμένος επί υψηλής χλόης κοντά εις το ρυάκι που κατρακυλά και με περιέργειαν παρατηρώ σιμώτερα εις την γην πλήθος χορταράκια· όταν πλησιέστερον εις την καρδίαν μου αισθάνωμαι το ψιθύρισμα του μικρού κόσμου μεταξύ των καλαμιών, τα αναρρίθμητα, αδιερεύνητα είδη των σκουληκιών, των κωνώπων, και αισθάνομαι την παρουσίαν του Παντοδυνάμου, που μας έπλασε κατά την εικόνα του, την πνοήν του Παναγάθου, που μας βαστάζει και διατηρεί εν αιωνία ηδονή αιωρουμένους – φίλε μου, όταν τότε φωτίζη μέσα μου – και ο γύρω μου κόσμος και ο ουρανός ολόκληρος εγκαθίστανται εις την ψυχήν μου, ως η εικών μιας ερωμένης· τότε συχνάκις μετά πόθου συλλογίζομαι· αχ! να ηδύνασο πάλιν να εκφράσης τούτο, να ηδύνασο να εμπνεύσης εις τον χάρτην αυτό που τόσον εντελώς, τόσον θερμώς εις εσέ ζη, ώστε να εγίνεσο καθρέπτης της ψυχής σου, ως η ψυχή σου είναι καθρέπτης του απείρου Θεού! – Φίλε μου – Αλλά καταστρέφομαι δι' αυτού, καταβάλλομαι υπό της δυνάμεως της λαμπρότητος τούτων των φαινομένων.
12 Μαΐου.
Δεν ξέρω αν πνεύματα απατηλά πετούν γύρω εις αυτήν εδώ την χώραν ή αν η θερμή της καρδίας μου ουρανική φαντασία παρουσιάζη το παν γύρω μου τόσον παραδείσιον. Αμέσως προ του χωρίου, παραδείγματος χάριν, υπάρχει μία βρύσις, με την οποίαν είμαι συνδεδεμένος, ως η Μελουσίνη και αι αδελφαί της. –