Βέρθερος. Johann Wolfgang von Goethe
κυμάτων και μεγάλου βρόντου εισορμά και ταράσσει την έκθαμβον ψυχήν σας; – Αγαπητοί φίλοι εκεί εις τας δύο όχθας κατοικούν οι ήσυχοι και φρόνιμοι κύριοι, που αι επαύλεις των, αι πρασιαί των λαλέδων και οι αγροί των λαχάνων θα ηφανίζοντο, και που επομένως ηξεύρουν να προλαμβάνουν εγκαίρως τον μέλλοντα επαπειλούντα κίνδυνον με προχώματα και αυλάκια.
27 Μαΐου.
Ενέπεσα, ως βλέπω, εις ενθουσιασμόν, παραβολάς και ρητορείαν, και δι' αυτό ελησμόνησα να σου αφηγηθώ τι απέγειναν τα δύο παιδιά. Εκαθήμην, ολότελα βυθισμένος εις ζωγραφικόν αίσθημα, όπως το χθεσινόν μου γράμμα πολύ ασύνδετα σου παριστάνει, επάνω στο άροτρόν μου δύο ώρας περίπου. Το κοντόβραδο έρχεται εκεί προς τα παιδιά, τα οποία εν τω μεταξύ δεν είχαν κινηθή, μία νέα γυναίκα με ένα καλάθι εις τον βραχίονά της, και φωνάζει από μακράν: Φίλιππε, είσαι πολύ φρόνιμος. Με εχαιρέτησε, την ευχαρίστησα, εσηκώθηκα, επλησίασα και την ερώτησα αν ήτον η μητέρα των παιδιών. Αυτή είπε «ναι» και αφού έδωκεν εις το μεγαλύτερον ένα κουλουράκι, επήρε στην αγκαλιά το μικρό και το εφίλησε με όλην την μητρικήν αγάπην – Έδωκα, είπε, το μικρό εις τον Φίλιππον διά να το κρατή, και εγώ επήγα με το μεγαλύτερό μου στη χώρα για ν' αγοράσω ψωμί, ζάχαρι και ένα πήλινο τηγάνι. (Όλα αυτά τα είδα εις το κάνιστρον, που το σκέπασμα του ήτο πεσμένον). Το βράδυ θα βράσω σουπίτσα διά τον Γιαννάκη μου (αυτό ήτο το όνομα του μικροτέρου)• το κακόπαιδο, το μεγάλο, μου έσπασε χθες το τηγάνι, όταν εφιλονεικούσε με τον Φίλιππον για τα υπόλοιπα της πάστας. – Την ερώτησα πού ήτο το μεγαλύτερο, και μόλις μου είπεν ότι εκυνηγούσε στο λιβάδι ένα ζευγάρι χήναις, ιδού ήλθε πηδών και φέρον εις το μικρότερό του αδέλφι μια βέργα από λεπτοκαρυάν. Εξηκολούθησα την ομιλίαν με την γυναίκα και έμαθα ότι ήτο θυγάτηρ του διδασκάλου και ότι ο σύζυγός της είχε ταξειδεύσει εις Ελβετίαν διά να ζητήση την κληρονομίαν ενός εξαδέλφου. – Ηθέλησαν να του την πάρουν δι' απάτης, είπε, δεν του απαντούσαν εις τας επιστολάς του και λοιπόν επήγεν ο ίδιος εκεί. Μήπως τάχα του συνέβη κανένα δυστύχημα! δεν μανθάνω τίποτα απ' αυτόν. – Δύσκολον μου ήτο ν' αποχωρισθώ της γυναίκας, έδωκα εις τα δύο παιδιά από μια πεντάρα, της έδωκα και μίαν διά το μικρότερο, διά να του αγοράση ένα κουλούρι για την σούπαν, αν θα ξαναπήγαινε εις την χώραν, και έτσι απεχωρίσθημεν.
Σε βεβαιώ, φίλτατέ μου, όταν τα αισθήματά μου δεν κρατούνται πλέον, τότε όλην μου την ταραχήν πραΰνει το βλέμμα ενός τοιούτου πλάσματος, που με μακαρίαν ησυχίαν διατρέχει τον στενόν κύκλον της υπάρξεώς του, μόλις συντηρείται από ημέρας εις ημέραν, βλέπει τα φύλλα των δένδρων να πίπτουν, και ουδέν άλλο με τούτο σκέπτεται παρ' ότι έρχεται ο χειμών.
Από τότε πηγαίνω συχνά εκεί έξω. Τα παιδιά με συνήθισαν εντελώς, παίρνουν ζάχαριν, όταν πίνω καφέ, και το βράδυ μοιράζονται με εμέ το βουτυρόψωμο και το ξυνόγαλο. Την Κυριακήν ποτέ δεν τους λείπει η πεντάρα· και όταν δεν ευρίσκωμαι εκεί μετά την εκκλησίαν, έχει προσταγήν η ξενοδόχος να την πληρώνη.
Είναι εξοικειωμένα μ' εμένα· μου διηγούνται χίλια δυο, και μάλιστα