Ο Βίος του Χριστού. Farrar Frederic William
τα όρη του Μανασσή και διέβησαν τον «Πνιγόμενον Λειμώνα», όπως καλείται σήμερον, και διέσχισαν τα πλούσια δάση των συκών και τους ελαιώνας, οίτινες καλύπτουν εκείνο το διαμέρισμα, και άφησαν προς τα δεξιά τους λόφους, οίτινες εις το έκπαγλον κάλλος των αποτελούν το «στέμμα της υπερηφανείας» διά την οποίαν εκαυχάτο η Σαμάρεια, αλλ' ήτις κατά του προφήτου την πρόρρησιν θα ήτο ως «άνθος μαραινόμενον». Ο δεύτερος σταθμός των ήτο πιθανώς παρά το φρέαρ του Ιακώβ, εν τη ωραία και ευφόρω κοιλάδι μεταξύ του Εβάλ και του Γεριζίμ, και ουχί μακράν της αρχαίας Σηχέμ. Η οδοιπορία της τρίτης ημέρας τους έφερε πιθανώς πέραν του Σιλόχ, του Βεθήλ και του Βηρόθ· και μετά βραχύν σταθμόν, και μετ' ολίγον ακόμη δρόμον, ευρέθησαν απέναντι των πύργων της Ιερουσαλήμ. Το πτέρωμα το βέβηλον του ρωμαϊκού αετού εσκίαζεν ήδη την Ιεράν Πόλιν· αλλά δεσπόζων των τειχών της, ήστραπτεν ακόμη ο μέγας Ναός, με τας χρυσάς στέγας του και τας μαρμαρίνους κιονοστοιχίας του, και ήτο ακόμη η Ιερουσαλήμ την οποίαν έψαλλεν ο Δαυίδ ο Βασιλεύς, και διά την οποίαν ελαχτάριζαν με τόσον πόνον οι εξόριστοι, παρά τα ύδατα της Βαβυλώνος, όταν έλαβον τας άρπας των από τας ιτέας διά να τονίσουν το θρηνώδες άσμα των. Ποίος δύναται ν' αναμετρήση την άφραστον συγκίνησιν, με την οποίαν το παιδίον Ιησούς απελάμβανε το αλησμόνητον εκείνο θέαμα;
Οι προσκυνηταί, οι συρρέοντες κατά το Πάσχα εις την Ιερουσαλήμ από όλας τας χώρας της Ανατολής, ήσαν απειράριθμοι. Η πόλις δεν ηδύνατο να τους χωρέση ευκόλως· και όπως τώρα, οι οδοιπόροι έφερον και τότε μεθ' εαυτών τας σκηνάς των και όλα τα σκεύη τα εξυπηρετούντα τας πρώτας ανάγκας των. Η εορτή διήρκει μίαν εβδομάδα, – μίαν εβδομάδα πιθανώς αρρήτου ευδαιμονίας και ισχυρών θρησκευτικών συγκινήσεων· και με τους ημιόνους των και με τους ίππους των και με τους όνους των και τας καμήλους των, οι ευσεβείς προσκυνηταί εξεκένουν τα καταληφθέντα μέρη και ανεχώρουν διά τας εστίας των. Ο δρόμος εζωογονείτο από την φαιδρότητα και ήτο μία ακατάπαυστος μουσική και έν αδιάκοπον άσμα και μία κατανυκτική ψαλμωδία. Την μονοτονίαν και την οχληρότητα της πεζοπορίας διεσκέδαζον πολλάκις με τους ήχους τυμπάνων και με άσματα και με ψαλμούς, και εσταμάτων προς αναψυχήν, δροσιζόμενοι εις τα φρέατα ή εις τας κρυσταλλώδεις και αφθόνους πηγάς. Αι πεπλοφόροι γυναίκες και οι μεγαλοπρεπείς γέροντες επέβαινον ως επί το πλείστον υποζυγίων, ενώ οι υιοί των ή οι αδελφοί των, μακράς ράβδους φέροντες εις τας χείρας, έσυρον κατά μήκος του δρόμου τα ζώα με τα έμψυχα και τα άψυχα φορτία των. Τα παιδία πολλάκις εβάδιζον παίζοντα παρά το πλευρόν των γονέων των, και όταν εκουράζοντο ανήρχοντο επί ίππου ή ημιόνου. Δεν ευρίσκω ουδέν ίχνος του ισχυρισμού ή της εικασίας του Βεδ, ότι αι γυναίκες και τα παιδία και οι άνδρες αποτέλουν τρεις διακεκριμένας τάξεις εν τη συνοδεία, και τοιαύτη βεβαίως συνήθεια δεν επικρατεί ούτε κατά τους νεωτέρους χρόνους. Αλλ' εν πάση περιπτώσει, εις ένα τοιούτον ωκεανόν ανθρωπίνων πλασμάτων, πόσον ήτο εύκολον ν' απολεσθή ή να παραπλανηθή έν μικρόν παιδίον!
Η απόκρυφος παράδοσις λέγει, ότι κατά