Πολιτεία, Τόμος 3. Платон
εννοείς και μόνος σου, υποθέτω, τι θέλω να είπω. – Και πολύ μάλιστα.
– Δείξε λοιπόν εν πρώτοις αυτήν την εικόνα εις εκείνον, που παραξενεύεται διατί δεν απολαμβάνουν καμμίαν εκτίμησιν οι φιλόσοφοι εις τας πόλεις, και προσπάθησε να του δώσης να εννοήση, ότι θα ήτο πολύ παραδοξότερον, εάν ετιμώντο. – Μάλιστα, θα το κάμω. – Και ότι επομένως έχει δίκαιον να φρονή, ότι είναι άχρηστοι διά τους πολλούς οι μάλλον διακεκριμένοι μεταξύ των φιλοσόφων· αλλ' ότι συγχρόνως αιτία της αχρηστίας των δεν είναι αυτοί οι ίδιοι, αλλ' εκείνοι που δεν τους χρησιμοποιούν· διότι δεν είναι το τακτικόν, να παρακαλή ο κυβερνήτης τους ναύτας να του αναθέτουν την διοίκησιν του πλοίου, ούτε οι σοφοί να πηγαίνουν εις τους πλουσίους διά να τους προσφέρουν τας υπηρεσίας των· είναι γελασμένος εκείνος που εφαντάσθηκε να το ειπή, το φυσικόν όμως είναι, είτε πλούσιος είτε πτωχός αρρωστήση, να πηγαίνη μόνος του εις του ιατρού, και όστις έχει την ανάγκην άλλου, διά να κυβερνηθή, να αποτείνεται αυτός εις τον κατάλληλον προς τούτο, και όχι ο άρχων, που αξίζει αληθινά το όνομα αυτό, να παρακαλή τους άλλους να δεχθούν τας υπηρεσίας του· όπως έχουν όμως τα πράγματα, δεν θα γελασθής, αν παραβάλης τους σημερινούς πολιτικούς άρχοντας με τους ναύτας, που ελέγαμεν τώρα, και αυτούς, που ωνόμαζαν αχρήστους και ικανούς να κυττάζουν μόνον τα άστρα, με τους αληθινούς κυβερνήτας. – Πολύ σωστά.
– Από μίαν λοιπόν τοιαύτην κατάστασιν πραγμάτων έπεται, ότι δεν είναι καθόλου εύκολον, να έχη καμμίαν υπόληψιν το κάλλιστον των επαγγελμάτων εκ μέρους εκείνων, που ακολουθούν όλως διόλου τον αντίθετον δρόμων· αι μεγαλύτεραι δε και αι χειρότεραι συκοφαντίαι, που ακούει η φιλοσοφία, οφείλονται εις εκείνους, που ισχυρίζονται μόνον ότι είναι φιλόσοφοι, χωρίς να είναι, και εξ αιτίας αυτών οι κατήγοροι της φιλοσοφίας λέγουν, ότι οι μεν πλείστοι των οπαδών της είναι παμπόνηροι, οι δε καλύτεροι μεταξύ των είναι άνθρωποι άχρηστοι, πράγμα το οποίον παρεδέχθην και εγώ μαζί σου· ή όχι; – Μάλιστα.
– Ώστε δεν είδαμεν την αιτίαν της αχρηστίας των αληθινών φιλοσόφων; – Μάλιστα. – Θέλεις τώρα να αναζητήσωμεν και τον αναπόφευκτον λόγον της πονηρίας των αυτοκαλουμένων φιλοσόφων, και να προσπαθήσωμεν να αποδείξωμεν, αν ημπορέσωμεν, ότι δεν πρέπει να επιρρίψωμεν και δι' αυτό την ευθύνην επί της φιλοσοφίας; – Βεβαίως θέλω.
– Ας επανέλθωμεν λοιπόν εκεί όπου εκάμναμεν λόγον περί των φυσικών προτερημάτων και ας ενθυμηθώμεν, πως ελέγαμεν ότι πρέπει να είναι εκ φύσεως ο αληθινός και πράγματι σοφός· η πρώτη αρετή του, αν ενθυμήσαι, ήτο η αγάπη της αληθείας, την οποίαν οφείλει να επιδιώκη εν παντί και πάντοτε, καθόσον άλλως δοκησίσοφος ων, δεν ημπορεί να έχη καμμίαν σχέσιν με την αληθινήν φιλοσοφίαν. – Πράγματι αυτό ελέγαμεν. – Ακριβώς όμως επ' αυτού του σημείου δεν επικρατεί σήμερον πλήρης διαφορά αντιλήψεως προς την ιδικήν μας; – Αναμφιβόλως. – Ημείς όμως δεν θα αποκριθώμεν σωστά εις όλους τους αντιφρονούντας, ότι ο πραγματικός φιλόσοφος είναι γεννημένος να τείνη προς το καθ' εαυτό