Πολιτεία, Τόμος 1. Платон
και ανησυχούν την ψυχήν του, μήπως τάχα είναι αληθινά· και είτε ένεκα της αδυναμίας του γήρατος, είτε και διότι ευρίσκεται ίσως πλησιέστερον προς εκείνα, τα βλέπει κάπως τώρα καθαρώτερα. Ανησυχία λοιπόν και τρόμος γεμίζουν την ψυχήν του, και αρχίζει να εξετάζη και αναθεωρή τας πράξεις του, μήπως διέπραξε καμμίαν αδικίαν και όστις ευρίσκει εις την ζωήν του πολλά αδικήματα, ο φόβος τον κάμνει και μέσα εις τον ύπνον του να πηδά επάνω, όπως τα παιδιά, και να ζη πάντοτε εις απελπισίαν. Ενώ όσοι δεν έχουν εις την συνείδησίν των το βάρος καμμιάς αδικίας, τους παραστέκει πάντα μία ελπίς γλυκεία και αγαθή του γήρατος τροφός, καθώς λέγει και ο Πίνδαρος· διότι πράγματι με πολλήν χάριν το είπεν εκείνος, Σώκρατες, ότι όστις διέλθη την ζωήν του με δικαιοσύνην και ευσέβειαν, γλυκειά η ελπίδα του ακλουθά
συντρόφισσα στα γερατειά του,
που θεραπεύει την καρδιά
και κυβερνάει τα λογικά
του ανθρώπου του αστάτου.
Όπως πολύ θαυμάσια τα λέγει. Ως προς τούτο λοιπόν εγώ θεωρώ ότι τα πλούτη έχουν μεγάλην αξίαν, όχι διά κάθε άνθρωπον βέβαια, αλλά διά τον μετρημένον και φρόνιμον. Συντείνουν δηλαδή κατά μέγα μέρος εις το να μη εξαναγκασθή κανείς έστω και ακουσίως να εξαπατήση ή γελάση τον άλλον και να μη αναχωρήση διά τον άλλον κόσμον φοβισμένος εάν τύχη να οφείλη ή θυσίας εις θεόν τινα ή χρήματα εις άνθρωπον, και άλλας βεβαίως πολλάς ωφελείας παρέχουν^ αλλ' εγώ τουλάχιστον, αν τα σταθμίσω έν προς έν, θα έκρινα, ότι αυτή είναι όχι η μικροτέρα χρησιμότης του πλούτου δι' άνθρωπον όστις έχει νουν.
– Ωραιότατα λέγεις, είπον εγώ, Κέφαλε· αλλ' αυτό το πράγμα, την δικαιοσύνην, πώς τάχα θα το ορίσωμεν; ότι σημαίνει απλώς: να λέγωμεν την αλήθειαν και να αποδίδωμεν εκείνα τα οποία ηθέλομεν λάβη παρά τινος, ή μήπως ημπορεί και αυτά ενίοτε μεν να είναι δίκαια, ενίοτε όμως και άδικα; παραδείγματος χάριν, εάν τις ήθελε λάβη παρ' ενός φίλου του όπλα και έπειτα εκείνος ο φίλος τύχη και παραφρονήση, αν του τα ζητή οπίσω, πας τις βεβαίως οφείλει να παραδεχθή, ότι ούτε πρέπει να του τα αποδώση, ούτε δίκαιος θα ημπορούσε να ονομασθή αν του τα απέδιδε· επίσης και να λέγη πάσαν ανυποκρίτως την αλήθειαν εις άνθρωπον διατελούντα εν τοιαύτη καταστάσει. – Ορθά τα λέγεις, είπεν εκείνος. – Δεν είναι λοιπόν αυτός ο ορισμός της δικαιοσύνης, να λέγη τις την αλήθειαν και να αποδίδη εκείνα τα οποία ήθελε λάβη.
– Είναι και παραείναι, Σώκρατες, – είπεν ο Πολέμαρχος λαβών τον λόγον – εάν τουλάχιστον οφείλωμεν να πιστεύσωμεν τον Σιμωνίδην. – Κ' επάνω εις αυτό – είπεν ο Κέφαλος – σας παραδίδω τον λόγον· διότι πρέπει να πηγαίνω να φροντίσω διά την θυσίαν μου. – Και λοιπόν, είπον εγώ, ορίζεις τον Πολέμαρχον κληρονόμον σου; – Βεβαιότατα, απήντησεν εκείνος γελάσας· και συγχρόνως εξήλθε διά την θυσίαν του. – Λέγε μας λοιπόν, είπον εγώ, εσύ ο κληρονόμος του λόγου, τι λέγει ο Σιμωνίδης περί δικαιοσύνης, το οποίον συ παραδέχεσαι ότι είναι ορθόν; – Λέγει, απήντησεν εκείνος, ότι δίκαιον είναι το να αποδίδωμεν εις έκαστον τα οφειλόμενα· και εις τούτο ευρίσκω εγώ ότι έχει πληρέστατον δίκαιον.