Αμλέτος. Уильям Шекспир
ψυχήν του μυστηριώδεις, ανεξήγητοι δι' αυτόν εξωτερικαί εμφανίσεις ως προμηνύματα τρομεράς τιμωρίας. Αλλά το φοβερόν τούτο προαίσθημα, αντί να τον σταματήση εις την κακούργον πορείαν του, τον κεντά να προχωρήση.
Πρώτη έρχεται να τον ταράξη η λύπη και η βαρυθυμία του Αμλέτου, εν τω μέσω της πομπής με την οποίαν αυτός πανηγυρίζει τον γάμον του, ως διά να θαμπώση τους οφθαλμούς του κόσμου ώστε να μη προσηλωθούν εις την ασεβή ανομίαν· κατόπιν αμέσως τον ανησυχεί περισσότερον η πλαστή παραφροσύνη την οποίαν αυτός με αλάνθαστον οξυδέρκειαν εξηγεί ως πρόσχημα εχθρικής προς αυτόν διαθέσεως. Δι' να εμβαθύνη εις το μυστήριον της ψυχής του Αμλέτου, διά να παρακολουθήση όλα του τα κινήματα, προσκαλεί άλλοθεν δύο νέους εις τους οποίους ο Αμλέτος με το θάρρος της φιλίας, οπού παιδιόθεν τους συνδέει, δύναται να ανοίξη την καρδίαν του ευκολώτερα παρά εις τους κατασκόπους της Αυλής· όμως η στενή διάνοια του Κλαυδίου δεν προβλέπει ότι τοιούτον τέχνασμα θα συντριβή εις την διορατικήν δύναμιν και εις το λεπτόν αίσθημα του αντιπάλου του. Η πρώτη αυτή αποτυχία αυξάνει τους φόβους του και ταράττει την ένοχον συνείδησίν του· ο Κλαύδιος καθαρά βλέπει ότι ο Αμλέτος
κάτι μέσα τρέφει, οπού η βαθειά κλωσσά μαυρίλα της ψυχής του. και, όταν
ανοίξη και πτερώση αυτό, φοβούμαι μη κίνδυνον μάς φέρη.
και χωρίς να χάση καιρόν αποφασίζει να τον στείλη εις την Αγγλίαν, βεβαίως με τον απόκρυφον σκοπόν να τον παραδώση αυτού εις άφευκτον θάνατον.
Και ενώ αναπαύεται εις την πεποίθησιν ότι το δεύτερον τούτο κακούργημα θα του αποδώση την ησυχίαν, έξαφνα βλέπει με φρίκην την εικόνα του πρώτου κακουργήματός του εις την σκηνικήν παράστασιν· εις την ανεξήγητον αποκάλυψιν αισθάνεται το Θείον οπού θα εφώτισε τον ορφανόν του δολοφονημένου αδελφού του. Από εκείνην την στιγμήν βλέπει να κρέμεται επάνω εις την κεφαλήν του της Θείας Δίκης η ρομφαία· ζητεί να την απομακρύνη με την προσευχήν, να εξιλεωθή με τον Θεόν αλλά αισθάνεται ότι τα δεσμά της κοσμικής απολαύσεως του έχουν υποδουλώση τόσον την ψυχήν, ώστε δεν είναι επιδεκτική μετανοίας·
Πώς είναι δυνατόν την άφεσιν να λάβη κείνος 'πού τον καρπόν κρατεί του
εγκλήματός του;
Ακολουθεί τον δρόμον του και προετοιμάζει δραστηρίως την αναχώρησιν του Αμλέτου· αλλά η συναπάντησις τούτου με την μητέρα του γεννά νέον απροσδόκητον περιστατικόν, οπού θα δεινώση την θέσιν του Κλαυδίου. Δεν λυπείται διά τον θάνατον του εμπιστευμένου του Αυλικού, μόνον ανατριχιάζει με την ιδέαν ότι αυτός ο ίδιος ημπορούσε να ευρεθή εις την θέσιν εκείνου και να πέση φονευμένος, διότι καλώς εννοεί τι ηθέλησεν ο Αμλέτος όταν έσπρωξε το ξίφος εις την αυλαίαν. Βλέπει την ζωήν του εις άμεσον κίνδυνον, και ήθελε καταδικάση αμέσως τον Αμλέτον ως φονέα, αλλ' απαντά πρόσκομμα ακατανίκητον εις την συμπάθειαν του λαού και εις την μητρικήν αγάπην της Γελτρούδης· όθεν ενεργεί πυρετωδώς διά να αποπέμψη τον Αμλέτον· μετά την αναχώρησίν του, εις την παραζάλην του τρόμου η αναμμένη φαντασία του στρέφεται προς τον Βασιλέα