Αντώνιος και Κλεοπάτρα. Уильям Шекспир
ο ιδικός μου κόσμος. Πηλός είνε τα βασίλεια, η δε βορβορώδης γη εκτρέφει επίσης και κτήνη και ανθρώπους· εν τούτω κείται η ευγένεια του βίου, (ασπάζεται αυτήν) όταν τόσον αμοιβαίως αγαπώμενον ζεύγoς, όταν δύο τοιαύται υπάρξεις δύνανται να το πράττωσι· ας μάθη δε ο κόσμος, επί ποινή τιμωρίας, ότι είμεθα απαράμιλλοι εν τούτω.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Λαμπρόν ψεύδος! Διατί ενυμφεύθη την Φουλβίαν αφού δεν την ηγάπα; – Εγώ μεν θα προσποιηθώ την μωράν, αλλ' ο Αντώνιος θα είνε πάντοτε ο αυτός.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εφόσον τον επηρεάζει η Κλεοπάτρα. Αλλά χάριν του Έρωτος και των τερπνών στιγμών του, μη χάνωμεν τον χρόνον εις δηκτικάς συζητήσεις. Ουδεμία στιγμή του βίου μας πρέπει να παρέλθη άνευ ψυχαγωγίας. Πώς θα διασκεδάσωμεν απόψε;
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άκουσε τους πρέσβεις.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σιώπα, ω φίλερις βασίλισσα. Και αι επιπλήξεις και τα σκώμματα και οι θρήνοι, όλα σου αρμόζουσι· και αυτά σου τα πάθη αμιλλώνται να καταστώσι χαρίεντα και αγαπητά. Δεν θέλω να ακούσω τους πρέσβεις… σε μόνον. Την εσπέραν ταύτην συ και εγώ θα διέλθωμεν μόνοι τους δρόμους της πόλεως δια να παρατηρήσωμεν τον λαόν. Ελθέ, βασίλισσά μου. Χθες το εσπέρας εξέφρασες την επιθυμίαν ταύτην (προς τον υπηρέτην). Μη μας ομιλής. (Εξέρχεται ο Αντώνιος μετά της Κλεοπάτρας και της συνοδείας των).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. Τόσον ολίγον εκτιμά τον Καίσαρα ο Αντώνιος;
ΦΙΛΩΝ. Ενίοτε, όταν δεν είνε Αντώνιος, λησμονεί την μεγάλην εκείνην ιδιότητα ήτις έπρεπε να είνε αναπόσπαστος απ' αυτού.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. Λυπούμαι βλέπων αυτόν επικυρούντα διά της διαγωγής του τα εν Ρώμη εναντίον του διαδιδόμενα ψεύδη. Αλλ' ελπίζω να ίδω καλλιτέρας του πράξεις αύριον. Χαίρε. (Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Β’
Άλλο δωμάτιον των Ανακτόρων.
ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ, ΑΛΕΞΑΣ και ΜΑΝΤΙΣ, είτα ΑΙΝΟΒΑΡΒOΣ, ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ,
ΑΝΤΩΝΊΟΣ.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Άρχον Αλεξά, γλυκέ Αλεξά, υπέρτατε Αλεξά, σχεδόν απόλυτε κύριε Αλεξά, πού είνε ο μάντις εκείνος τον οποίον επαινούσες τόσω πολύ εις την βασίλισσαν; Ω πόσον ήθελα να γνωρίσω τον σύζυγον εκείνον, ο οποίος λέγεις ότι θα το θεωρήση τιμήν του να στολίση τα κέρατα του!
ΑΛΕΞΑΣ. Μάντι.
ΜΑΝΤΙΣ. Εις τας διαταγάς σας.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Αυτός είνε; Συ κύριε, γνωρίζεις το μέλλον;
ΜΑΝΤΙΣ. Εις το άπειρον βιβλίον των μυστηρίων της φύσεως δύναμαι ολίγον ν' αναγινώσκω.
ΑΛΕΞΑΣ. Δείξε του το χέρι σου. (Εισέρχεται ο Αινόβαρβος).
ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Στρώστε τραπέζι γρήγορα, και φέρτε κρασί άφθονο, για να πιούμε εις υγείαν της Κλεοπάτρας.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Μια καλή τύχη δόσε μου, καλέ μου μάντι.
ΜΑΝΤΙΣ. Δεν δίδω τύχας, προλέγω μόνον.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Είπε μου λοιπόν μια, σε παρακαλώ.
ΜΑΝΤΙΣ. Θα γίνης πολύ ωραιοτέρα παρ' ό,τι είσαι.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Εννοεί βέβαια εις το δέρμα.
ΕΙΡΑΣ. Όχι, θα φκιασιδώνεσαι όταν γεράσης.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Α, θεός φυλάξοι από ζαρωματιές!
ΑΛΕΞΑΣ. Μη ταράττης την μαντείαν του· πρόσεχε.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Σιωπή.
ΜΑΝΤΙΣ. Περισσότερον θα αγαπήσης παρά θ' αγαπηθής.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Καλλίτερα είχα να ζεστάνω το σηκότι μου με πιοτό.
ΑΛΕΞΑΣ. Ε, άκουσέ τον λοιπόν.
ΧΑΡΜΙΟΝ. Έλα καλέ μου, πες μου μια μεγάλη