Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου. Georgios M. Vizyenos
δοξαριά του βιολιού των Αθηναίων, είναι οι ονομασμένες ύστερα, ξαναφερμένες δηλαδή στο σοβαρό τους όνομα «Βοσπορίδες Αύραι». Αυτές δεν κατώρθωσαν ακόμα να ιδούν το φως του βιβλίου για να κριθούν καθώς πρέπει, και μήτε που ποτέ θα το ιδούν, καθώς πάντα σχεδόν σ' εμάς αναβαίνει, όταν έκθετα μείνουν τα πνευματικά παιδιά ενός πατέρα, είτε από θάνατο, είτε από άλλο δυστύχημα, όποιο. Ευτυχώς μέσα στην έκθεση του εισηγητή της κριτικής επιτροπής βρίσκονται ριμμένα κομμάτια από το έργο αρκετά και χαραχτηριστικά. Βλέπεις εκεί κάποια δύναμη που αρχίζει να γίνετ' αισθητή μπροστά στην αδυναμία των ήχων των άλλων. Ο τανταλιδισμός και ο φαναριωτισμός, ο ραγκαβισμός και ο λογιωτατισμός τα σημαδεύει ακόμα τα κομμάτια εκείνα· μα οι χορδές της λύρας και πλουσιώτερες είναι και θέματα εγγίζει ο νέος ποιητής και πλατύτερα και λιγότερο τριμμένα και δεξιώτερα ταγγίζει· η καθαρεύουσα και η δημοτική χωρίς να τανακατώνονν τα σύνορά τους και να τραβοχτυπιούνται στον ίδιο το χορό, περπατούνε στο δρόμο της η καθεμιά παράλληλα, με το φιλότιμο σκοπό να πάνε όλο και μπροστά. Η καθαρεύουσα ψάλλει επιβλητικά: «Λυσσά καταιγίς εις αγρίους δρυμούς – Και θύελλα μαύρη μαστίζει τα όρη. – Με κόμην λυτήν, απλανείς οφθαλμούς – Προβαίν' η κατάρατος Κόρη. – » Και η δημοτική αλαφρά παιγνιδιάρικα γλυκοτραγουδεί: «Ουδέ τάστρο της αυγής – έχει τόση χάρη – όσον έχεις όταν βγης – χαρωπό καμάρι». Αλλά τη φυσιογνωμία των «Βοσπορίδων Αυρών» μας δίνουν να καταλάβουμε καθαρά, και τελειωτικά τα δυο μεγάλα επικοδραματικά ποιήματα που ο ίδιος ο ποιητής γυρίζοντας από τη Γερμανία τα απάγγειλε, θεατρικά, από το Βήμα του Συλλόγου «Παρνασσού» και η «Νέα Εφημερίς» με διευθυντή τον Ιωάννη Καμπούρογλου, τον ίδιο αυστηρό κατακριτή του «Κόδρου», τα τύπωσεν εξαιρετικά στο φύλλο της, με μια κριτική προσωπογραφία του ποιητή, αντίθετα τώρα γεμάτη από εκτίμηση κι από θαυμασμό· σημείωμα, βέβαια κριτικώτερο από το πρώτο· γιατί πάντα σχεδόν η κριτική της προκοπής από τη συμπάθεια ξεκινεί κι από την αγάπη φωτίζεται. Τα ποιήματα είναι «Η Μητέρα των Επτά» και ο «Πύργος της Κόρης». Τα δυο ποιήματ' αυτά μου προξένησαν εντύπωση που ακόμα και τώρα αισθάνομαι τα σημάδια της μέσα μου. Ξεχωρίζανε και με το περιεχόμενο και με την τεχνοτροπία τους από τα έργα που ως τότε συνήθιζα να προσέχω και να ερωτεύωμαι. Ο «Πύργος της Κόρης», μαγικό παραμύθι που μέσα του το ρυθμικό βούισμα των κυμάτων του Βοσπόρου συνταιριάζονταν αρμονικά και μυστικά με το τραγούδι που τραγουδούσαν οι νεράιδες, και στο βάθος η Πόλη των ονείρων μας με το φωτοστέφανο τον πλεγμένο για κείνη από παράδοση μαζί και ιστορία· το ποίημα τούτο έντυνε με φόρεμα ελληνικό, και με όλο το τεχνητό της καθαρεύουσας, τη γερμανική ελληνολάτρα χάρη των διηγηματικών ποιημάτων του Σίλλερ. Αντίθετα, και παραστατικώτερ' ακόμα με μια γλώσσα λαϊκή ολοζώντανη, και σημαντικώτερα για την ιστορία της νεοελληνικής ποίησης η «Μητέρα των Επτά» πρόσθετε μια νέα πατριδολάτρισσα χορδή στην εθνική μας λύρα, ως την ώρα εκείνη αδοκίμαστη. Στην ηρωική παράδοση του 21 που λάμπει στο βάθος πια του