Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
εις τας σκέψεις της, και εις το βάθος αυτών ενόμισεν ότι εύρε τέλος μέσον πρόσφορον και την ιδίαν αυτής περιέργειαν να θεραπεύση, και της απαγορεύσεως του νυκτερινού της φίλου να μη φωραθή παραβάτις.
Κατίσχυσεν ούτω ορμεμφύτως εν τη αθώα ψυχή της νεάνιδος η γυναικεία εκείνη σοφιστεία, η θεμέλιον της κοσμικής ηθικής ανακηρύττουσα το «Ποίος θα το μάθη;», η μετρούσα τω κακόν με του σκανδάλου τον πήχυν.
Ε'
Αποφασίσασα η Ψυχή να ίδη εκ παντός τρόπου το πρόσωπον του εραστού της, απεφάσισε συνάμα, να εκτελέση το σχέδιόν της την αυτήν εκείνην νύκτα. Επειδή δε διά να ίδη είχε προ παντός ανάγκην φωτός, διότι ο άγνωστος ήρχετο και απήρχετο εν βαθυτάτω σκότει, διενοήθη να σώση ένα των λύχνων του κοιτώνος της από της μυστηριώδους και ανεξηγήτου πνοής, ήτις τους έσβυνε μικρόν προ της αφίξεως του αγνώστου εραστού, και πρόσφορον προς τούτο έκρινε να μετατοπίση και κρύψη ένα εξ αυτών όπισθεν βαρείας και πυκνής αυλαίας· τούτο έκαμε, και αληθώς το φως της λυχνίας διέφυγε τον μοιραίον του θάνατον και επέζησε, διαλαθόν ου μόνον τον απόκρυφον φωτοσβέστην, αλλά και αυτού του Έρωτος τον οφθαλμόν, όστις καθιπτάμενος κατάκοπος εις της Ψυχής του τας αγκάλας, κατεκλίθη παρ' αυτήν ανύποπτος πάντοτε και αμέριμνος.
Είπον Έρωτος προ μικρού, ωνόμασα δηλαδή τον μέχρι τούδε και εις τον αναγνώστην μου άγνωστον εραστήν της ηρωίδος μου, διότι καιρός είνε πλέον να γνωσθή ό,τι και εκείνη μετ' ολίγον θα μάθη. Ο υιός της Αφροδίτης, αποφάσισας να γνωρίση τις ήτο η περικαλλής εκείνη κόρη, της οποίας το πανδήμως λατρευόμενον κάλλος είχεν ανάψει τόσην ζηλοτυπίαν εις τα θεία της μητρός του στήθη, μετέβη μόνος εις τον βράχον της εκθέσεως, είδε την ωραίαν και εγκαταλελειμμένην νεάνιδα, και η καρδία του διεσείσθη μέχρι μυχών υπό οίκτου και ανεφλέχθη διά μιας υπό πόθου. Ανήρπασεν αυτήν επί των πτερύγων του, χωρίς να συλλογισθή μήτε της μητρός του την ενδεχομένην οργήν, μήτε τα λοιπά του τολμήματός του επακόλουθα, και την έφερεν, ως είδομεν, εναέριον εις το εξοχικόν του μέγαρον, όπου και την επεσκέπτετο πάσαν νύκτα, άγνωστος και μυστηριώδης, κρύπτων τους έρωτάς του από τον μητρικού όμματος υπό τον πέπλον της νυκτός.
Ούτω κατεκλίθη πλησίον της και την μοιραίαν εκείνην νύκτα, ης ολέθριον παρεσκεύαζε το τέλος η περιέργεια της ερωμένης του, μετά μικρόν δε ύπνος γλυκύς έκλεισε τα βλέφαρα του θεού, και η ξανθή του κεφαλή εναρκώθη ηρέμα επί του λευκού τραχήλου της φίλης του. Η Ψυχή προσεποιήθη και αυτή κατ' αρχάς την κοιμωμένην, και η αναπνοή της ηνώθη επί μικρόν προς την ατάραχον πνοήν του Έρωτος· αλλά μετ' ολίγον απέσυρε σιγά σιγά τον τράχηλον της υπό την κεφαλήν του θεού, κατέβη της κλίνης, και βαίνουσα γυμνόπους επ' άκρων δακτύλων έλαβε τον υποκλαπέντα λύχνον από της κρύπτης του· τρέμουσα δε όλη και κρατούσα την αναπνοήν αυτής, αλλά μάτην προσπαθούσα να κρατήση και της καρδίας της τους παλμούς, επλησίασεν εις την κλίνην, όπου νήδυμον και βαθύν εκοιμάτο ύπνον ο νεαρός θεός.
Ποίον θέαμα παρέστη εις τους οφθαλμούς της νέας γυναικός ευκόλως φαντάζεται ο αναγνώστης, αν έτυχε ποτέ να αναγνώση