Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο. Rosette
όροφο…».
Προσπάθησα, μάταια, να απαντήσω τουλάχιστον σε κάποιες ερωτήσεις, αλλά η κυρία ΜακΜίλιαν, δεν σταμάτησε την αδιάκοπη ροή του λόγου της.
«Προφανώς είστε στον πρώτο όροφο, όπως κι ο κύριος ΜακΛέιν …Θεέ μου, αυτός δεν χρειάζεται τη βοήθειά σας. Έχει ήδη τον Κάιλ, για νοσοκόμο...Είναι στην κυριολεξία πολυτεχνίτης…Και οδηγός…Για ποιον δεν ξέρω, καθώς ο κύριος ΜακΛέιν δεν βγαίνει ποτέ… Αχ, πόσο χαίρομαι που είστε εδώ! Αισθανόμουν έντονα την έλλειψη της γυναικείας συντροφιάς… Αυτό το σπίτι είναι λίγο καταθλιπτικό. Τουλάχιστον, το εσωτερικό του… Εδώ, στον ήλιο, όλα φαίνονται θαυμάσια… Βρίσκετε; Σας αρέσει το χρώμα; Είναι παράτολμο το ξέρω… Όμως, αρέσει στον κύριο ΜακΛέιν».
Ορίστε, σκέφτηκα με πικρία. Μία ερώτηση στην οποία χαιρόμουν που δεν χρειαζόταν να απαντήσω.
Ακολούθησα τη γυναίκα στο εσωτερικό του προαυλίου και μετά στο τεράστιο αίθριο του σπιτιού. Δεν σταμάτησε στιγμή να φλυαρεί, με τον δυνατό ήχο μίας καμπάνας. Περιορίστηκα στο να συγκατανεύω στο ένα ή το άλλο, ρίχνοντας καμία βιαστική ματιά στο φυσικό περιβάλλον, καθώς περνούσαμε.
Το σπίτι ήταν, πράγματι, τεράστιο επαλήθευσα με έκπληξη. Περίμενα μία πιο ολιγαρκή, λακωνική και αρρενωπή διακόσμηση, αναλογιζόμενη ότι ο ιδιοκτήτης, ο νέος μου εργοδότης, ήταν ένας άνδρας που ζούσε μόνος του. Προφανώς, τα γούστα του απείχαν κατά πολύ από το να είναι μινιμαλιστικά. Τα έπιπλα μεγαλοπρεπή, πολυτελή και παλιά. «Του 18ου αιώνα», σκέφτηκα αν και δεν ήμουν ειδική στις αντίκες.
Επέκτεινα το βήμα μου, για να μη χάσω την οικονόμο, που ήταν γρήγορη σαν γατόπαρδος.
«Το σπίτι είναι πάρα πολύ μεγάλο», φλυάρησα, επωφελούμενη από μία παύση στον μακρύ της μονόλογο.
Μου έριξε μία ματιά, πάνω από τον ώμο της. «Όντως είναι, δεσποινίς Μπρούνο. Ωστόσο, το μισό είναι κλειστό. Μας εξυπηρετεί καλύτερα το ισόγειο ή ο πρώτος όροφος. Είναι εξαιρετικά μεγάλο, για έναν άνθρωπο μόνο και κουραστικό, για την υποφαινόμενη, να το φροντίζει. Εκτός από τις μεγάλες καθαριότητες, για τις οποίες έχει προσλάβει ένα εξωτερικό συνεργείο καθαρισμού, εδώ είμαι μόνο εγώ. Κι εσείς, τώρα».
Επιτέλους, σταμάτησε μπροστά σε μία πόρτα και την άνοιξε διάπλατα.
Την έφτασα, με την ανάσα λίγο ξέπνοη. Ήδη, ήμουν κουρασμένη, εξαντλημένη.
Με οδήγησε στο εσωτερικό του δωματίου, με ένα φιλόξενο χαμόγελο στα χείλη.
«Ελπίζω να σας αρέσει, δεσποινίς Μπρούνο. Παρεμπιπτόντως…προφέρεται Μπρούνο ή Μπρουνό;»
«Μπρούνο. Ο πατέρας μου ήταν ιταλικής καταγωγής», απάντησα, με τα μάτια μου διάπλατα ανοικτά, από τη θέα του δωματίου.
Η κυρία ΜακΜίλιαν άρχισε πάλι να φλυαρεί, αναφέροντάς μου διάφορα περιστατικά από τη σύντομη παραμονή της, όταν ήταν νέα, στην Ιταλία, τη Φλωρεντία, όπως και επόμενες περιπέτειές της ως φοιτήτρια Ιστορίας της Τέχνης, πολέμια της αυστηρής τοπικής γραφειοκρατίας.
Την πρόσεχα στα μισά από όσα είπε, καθώς ήμουν πολύ συγκινημένη, για να προσποιηθώ ενδιαφέρον. Εκείνο το δωμάτιο, το οποίο εκείνη χαρακτήρισε ως «απλό», ήταν τριπλάσιο από εκείνη την τρύπα που έμενα στο Λονδίνο!