Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο. Rosette
ότι θα αργήσω. Αλλά εκείνος μου έκοψε το δρόμο, δυνατός, με τα πόδια ανοικτά, στο κεφαλόσκαλο. Ήταν η έγκαιρη παρέμβαση ενός τρίτου προσώπου, που ξετύλιξε το κουβάρι.
«Δεσποινίς Μπρούνο! Δεν ανέχομαι την αργοπορία!». Η φωνή ανήκε, αναμφίβολα, στον καινούργιο μου εργοδότη και έκανε να σηκωθούν οι τρίχες στο σβέρκο μου.
Ο Κάιλ μετακινήθηκε αμέσως, επιτρέποντάς μου να περάσω. «Τις ευχές μου, Μελισσάνθη με τα κόκκινα μαλλιά. Θα τις χρειαστείς».
Του έριξα μία έντονη ματιά κι έτρεξα προς την πόρτα, στο βάθος του διαδρόμου. Ήταν μισάνοιχτη κι ένας δακτύλιος καπνού έβγαινε από μέσα.
Ο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν ήταν καθισμένος πίσω από το γραφείο του, όπως την προηγούμενη μέρα, με ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα, με πρόσωπο βλοσυρό.
«Κλείστε την πόρτα, σας παρακαλώ. Και, μετά, ελάτε να καθίσετε. Χάσαμε αρκετό χρόνο, όσο εσείς γνωριζόσαστε με το υπόλοιπο προσωπικό». Ο τόνος του ήταν οξύς, προσβλητικός.
Μία επαναστατική τάση με ώθησε να απαντήσω, ένα τρομαγμένο πρόβατο, μπροστά στο τσεκούρι.
«Ήταν, απλώς, φυσιολογική ευγένεια. Ή θα προτιμούσατε, ίσως, μία γραμματέα χωρίς τρόπους. Σε αυτή την περίπτωση, μπορώ και να φύγω. Αμέσως».
Η αυθόρμητη απάντησή μου τον έπιασε απροετοίμαστο. Το βλέμμα του έλαμψε από την έκπληξη, ίσως την ίδια που απέπνεα κι εγώ. Ποτέ δεν ήμουν αναιδής.
«Κι εγώ που σας είχα βάλει την ετικέτα, ως ‘σκυλί που δεν δαγκώνει’….Βιάστηκα…Βιάστηκα, πραγματικά».
Κάθισα μπροστά του, τα πόδια μου δεν τα αισθανόμουν πια, μετανιωμένη για την ξαφνική μου ειλικρίνεια. Και φοβισμένη για τις ενδεχόμενες εκρηκτικές συνέπειες.
Ο εργοδότης μου δεν φαινόταν να έχει προσβληθεί, όμως. Χαμογελούσε. «Ποιος είναι το μικρό σας όνομα, δεσποινίς Μπρούνο;»
«Μελισσάνθη», απάντηση μηχανικά.
«Από τον Ντεμπισί, φαντάζομαι. Οι γονείς σας είχαν πάθος με τη μουσική. Μήπως ήταν μουσικοί;»
«Ο πατέρας μου ήταν ανθρακωρύχος», ομολόγησα επιφυλακτικά.
«Μελισσάνθη… βαρύγδουπο όνομα για την κόρη ενός ανθρακωρύχου», παρατήρησε, με τη φωνή του να δονείται από ένα γέλιο που συγκρατούσε. Με κορόιδευε και, παρά τις προθέσεις της προηγούμενης μέρας, δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να τον αφήσω. Αλλιώς, θα γινόταν η αγαπημένη του συνήθεια.
Ίσιωσα την πλάτη μου, προσπαθώντας να ανακτήσω τη χαμένη μου ψυχραιμία. «Και το Σεμπάστιαν γιατί; Ίσως από τον Άγιο Σεβαστιανό; Πραγματικά, ακατάλληλη επιλογή».
Εκείνος δέχτηκε το χτύπημα και, για μία στιγμή, ζάρωσε τη μύτη του. «Μπήγετε βαθιά τα νύχια, Μελισσάνθη Μπρούνο. Δεν είμαι σε πόλεμο μαζί σου. Αν ήμουν, δεν θα είχες ελπίδες να κερδίσεις. Ποτέ. Ούτε στα πιο τρελά σου όνειρα».
«Ποτέ δεν βλέπω όνειρα, κύριε», απάντησα όσο πιο αξιοπρεπώς μπορούσα.
Εκείνος φάνηκε να ταράζεται από την απάντησή μου, που έσφυζε από ειλικρίνεια. «Τότε, είστε τυχερή. Τα όνειρα είναι πάντα μία απάτη. Αν είναι εφιάλτες, διαταράσσουν τον ύπνο σου. Αν είναι ωραία, όταν ξυπνάς η πίκρα είναι διπλή. Τελικά, καλύτερα να μην ονειρεύεται κανείς». Τα μάτια του δεν έφευγαν από πάνω μου, σαν να