Κριτήριο Λάιμπνιτς. Maurizio Dagradi
γράμματα που τα έστελνε σε μία συμμαθήτριά της, που της τα έδινε και μετά έστελνε εκείνα που προορίζονταν για εκείνον.
Την ημέρα που συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο πάρκο, ένα σπουργίτι τριγύριζε δίπλα τους, χτυπώντας με το ράμφος του το έδαφος και παρατηρώντας τους πότε-πότε. Η Μιντόρι είχε πειστεί εκείνη τη στιγμή ότι το πουλάκι θα ήταν ο αγγελιαφόρος τους. Κάθε βράδυ έβγαινε στον κήπο και πήγαινε στο πιο κοντινό της σπουργίτι και του έλεγε τι να πει στον Νομπόρου και άκουγε το τιτίβισμα που έφερνε το μήνυμα του μακρινού της αγοριού. Μετά, τη νύχτα, σηκωνόταν και άνοιγε το παράθυρο, πολύ αργά για να μην κάνει θόρυβο και άφηνε να την τυλίξει ο άνεμος, ο ίδιος άνεμος που εκείνη πίστευε ότι κινούσε τα πανιά και τα μαλλιά του αγαπημένου της, εκείνη ακριβώς την στιγμή.
«Αχ, Μιντόρι, Μιντόρι», σκέφτηκε η Μαόκο, «πόσο ρομαντκή είσαι. Και πόσο λυπημένη».
Παρατηρούσε τη Νορβηγίδα για να δει πώς τα πήγαινε.
Όχι άσχημα, θα μπορούσε να πει. Είχε κλειστά τα μάτια και ανέπνεε κανονικά, χωρίς να λαχανιάζει. Είχε βολευτεί στη θέση. Κάθε τόσο, κινούσε τις άκρες των ποδιών της, για να διορθώσει την επισφαλή ισορροπία. Ήταν, πλέον, μισή ώρα εκεί.
«Εμπρός, να βάλουμε για ύπνο αυτήν gaijin»16, είπε στον εαυτό της. «Καιρός ήταν».
Άφησε το βιβλίο και πλησίασε σιωπηλά τη Νόβακ. Εκείνη δεν φάνηκε να το καταλαβαίνει.
Η Μαόκο πήρε με τα δύο χέρια της το τεντωμένο σκοινί, από την μεριά που υψωνόταν στο σημείο που είχε δεθεί στην κρεμάστρα για τις πετσέτες, πάνω στο άγκιστρο στο ταβάνι και την τράβηξε αποφασιστικά για μερικά εκατοστά. Η Νορβηγίδα άνοιξε αμέσως τα μάτια της και βόγκηξε με έναν ένρινο ήχο. Ο λαιμός της είχε ξεραθεί εδώ και ώρα.
Κράτησε τραβηγμένο το σκοινί για περίπου 20 δευτερόλεπτα, μετά αργά-αργά το άφησε να φύγει. Η Νόβακ εξέπνευσε δυνατά από το στόμα και κρέμασε το κεφάλι της μπροστά, κινώντας το δεξιά κι αριστερά, στραμμένο προς τα κάτω και αφήνοντάς το να πέσει κι άλλο.
Η Μαόκο πλησίασε μία πολυθρόνα δίπλα στη Νορβηγίδα, μετά έλυσε το κορδόνι από την κρεμάστρα και άρχισε να το χαλαρώνει λίγο-λίγο κάθε φορά. Καθώς η Νόβακ κατέβαινε σιγά-σιγά, εκείνη την έσπρωχνε προς την πολυθρόνα, έτσι ώστε να καθίσει. Όταν, τελικά, η Μαόκο άφησε το σκοινί, η Νόβακ έγειρε στην πολυθρόνα με τα χέρια δεμένα χαμηλά στην κοιλιά, τα πόδια διπλωμένα στο πλάι με τους αστραγάλους δεμένους και το κεφάλι πεσμένο πίσω στην πλάτη της πολυθρόνας.
Η Μαόκο γέμισε ένα ποτήρι νερό και, σηκώνοντάς της το κεφάλι με το ένα χέρι, την έκανε να πιει μικρές γουλιές. Άφησε το ποτήρι και της έλυσε τους αστραγάλους, μετά έλυσε τους κόμπους στους καρπούς και χαλάρωσε όλους τους γύρους του σκοινιού, ελευθερώνοντάς την.
Τα σημάδια από το δέσιμο είχαν σκούρο κόκκινο χρώμα κι ήταν βαθιά. Η Μαόκο άρχισε να τις μαλάσσει τους καρπούς με μία απαλή, μα ζωηρή κίνηση. Στην αρχή, η Νορβηγίδα παραπονέθηκε λίγο, αλλά μετά ηρέμησε, αισθανόμενη την κυκλοφορία να επανέρχεται σταδιακά. Η Μαόκο συνέχισε το μασάζ για ένα λεπτό περίπου, μετά κρατώντας την από τους καρπούς την έκανε να σταθεί όρθια. Της πήρε την τσάντα και της την πέρασε στον ώμο. Ενώ άφηνε το λουρί, η Νόβακ ακούμπησε το ένα