Κριτήριο Λάιμπνιτς. Maurizio Dagradi
την ανταλλαγή. Το εργαστήριο βυθίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι. Ο φοιτητής, ξαφνικά, πάγωσε. το μέτωπό του γέμισε σταγόνες ιδρώτα.
<Καθηγητά…>, μουρμούρισε.
Σαν απάντηση, άκουσε μόνο ένα δυνατό κλικ. Δεν τόλμησε να κινηθεί. Ο ιδρώτας αυξανόταν.
Ο χρόνος φαινόταν να είχε σταματήσει σε εκείνο το εργαστήριο.
Πάντα σκοτεινά, με ένα σκοτάδι συντριπτικό σαν ένα μεγάλο χέρι να να το έκανε ακόμη πιο έντονο.
Η ένταση ήταν, πλέον, αβάσταχτη.
Πέρασε μισό λεπτό ακόμη, μετά ο άνεμος έδιωξε μακριά το σύννεφο που κάλυπτε το φεγγάρι, εν αγνοία των δυο τους, κι εκείνο φώτισε ψυχρά το σκηνικό.
Ο Μαρρόν κοίταξε τον Καθηγητή.
Ο ηλικιωμένος καθηγητής είχε ορθάνοιχτα τα μάτια του, το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν πανί και τα χέρια ήταν γραπωμένα στον πάγκο και τον έσφιγγαν δυνατά, με τις αρθρώσεις άσπρες από την πίεση. Αυτό το σφίξιμο παρήγαγε το δυνατό κρότο που άκουσε ο φοιτητής, λίγο πριν. Η σιγουριά και ο αυτοέλεγχος του Ντρου είχαν φύγει και, εκείνη την στιγμή, ο άνθρωπος εξέφραζε μόνο ένα πράγμα: φόβο.
<Καθηγητά…>, προσπάθησε πάλι ο Μαρρόν.
O Ντρου φαινόταν να συνέρχεται αργά.
<Άναψε το φως, Μαρρόν>, είπε ασθμαίνοντας από κούραση.
Το αγόρι αναζήτησε τον διακόπτη και άναψε τη λάμπα. Ένα ζωντανό φως φώτισε τον πάγκο. Χωρίς να πει λέξη, πήγε στον τοίχο και άναψε όλα τα φώτα του εργαστηρίου.
Φαινόταν σαν να επέστρεψε η ζωή, ότι εκείνες οι στιγμές τρόμου έσβησαν ταχύτατα από αυτό το φως. Ο Ντρου σηκώθηκε από την καρέκλα κι έκανε λίγα βήματα. Σκούπισε το μέτωπό του με ένα μαντήλι.
Ο Μαρρόν επέστρεψε στον πάγκο και παρατήρησε την πλάκα του πειράματος. Το υλικό είχε εξαφανιστεί, όπως πάντα. Τίποτα δεν ήταν διαφορετικό. Ο φοιτητής κοίταξε τον Καθηγητή, ο οποίος στο μεταξύ, επέστρεφε στη θέση του. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και ήξεραν και οι δύο, ότι εκείνη τη δραματική στιγμή αισθάνονταν το ίδιο.
<Ένδειξη. Μόνο ένδειξη. Είναι νύχτα, είμαστε κουρασμένοι και παλεύουμε με δύσκολα προβλήματα. Μπορεί να πετύχει...>, ο Ντρου μιλούσε, αβέβαιος, προσπαθώντας να ανακτήσει τον αυτοέλεγχό του.
<Ναι, βέβαια. Έτσι πρέπει να πάει>, ενέκρινε ο Μαρρόν, όχι πολύ πεπεισμένος, αλλά ως λογικό άτομο που θεωρούσε ότι ήταν, πίστευε ότι έπρεπε να είναι όπως τα έλεγε ο καθηγητής, που ήταν πιο μεγάλος και πιο σοφός.
Οι δύο τους συνέχισαν τη δουλειά τους, όχι χωρίς έναν αρχικό δισταγμό, ωστόσο.
Οι παράμετροι στον υπολογιστή ήταν 28 και, στις δύο τη νύχτα, ο Μαρρόν και ο Ντρου τελείωναν τις δοκιμές. Είχαν καταγράψει τα πάντα, είχαν σώσει όλα τα δεδομένα που είχαν χρησιμοποιήσει, τα μάτια τους, διευρυμένα από την ένταση, με μαύρους κύκλους και γεμάτα αίμα από την καταπόνηση , εξέφραζαν μία κούραση, που δεν περιγραφόταν με λόγια και συνάμα ένα φως ενός θριάμβου, που λίγες φορές καταφέρνει ένας άνθρωπος να νιώσει στη ζωή του. Το συμβάν είχε ήδη ξεχαστεί.
Κεφάλαιο ΙΙΙ
Βλέποντας την ώρα, ο Ντρου θεώρησε αγένεια να αφήσει τον Μαρρόν να γυρίσει στη φοιτητική