Αγαμέμνων. Aeschylus
γνώσεως τον καρπό τρυγά.
Που ωδήγησε τον άνθρωπο στη γνώση
κ' έβαλε νόμο: πάθος μάθος,
που ως και στον ύπνο, στην καρδιά μας
στάζει τον πόνο, που θυμίζει
με τρόμο τα παθήματά μας
κι αθέλητα μας συνετίζει.
Μα κάνει χάρη ο θεός αλήθεια
που κυβερνά μ' αυστηροσύνη
τον κόσμο, απ' τα ψηλά του σπίτια.
Και τότε ο αρχηγός του στόλου,
ο μεγαλύτερος, δίχως καθόλου
νάχη να κάμη με το μάντη
τι τούρθαν οι καιροί ενάντιοι,
σαν άρχισε να τυραγνή η γαλήνη
κ' η πείνα των Αργείων το στρατό,
πούτανε περ' απ' τη Χαλκίδα
δεμένος μέσα στης Αυλίδας
το πολυτάραχο στενό.
Κι ανέμοι πνέοντας απ' τον Στρυμόνα
μες στα κακόβουλα λιμάνια,
αργούς και νηστικούς στους ίδιους τόπους
ταλαιπωρούσαν τους ανθρώπους
κ' έφθειραν πλοία και παλαμάρια
και κάνοντας διπλό το χρόνο
ξενεύριζαν με την αργία
το άνθος της νιότης των Αργείων.
Μα όταν κι απ' τον πικρό χειμώνα
βαρύτερη γιατρειά είπε ο μάντης,
την Άρτεμη προφασισμένος,
τα σκήπτρα τους βροντόντας καταγίς
τα δάκρυα δεν κρατούν οι στρατηγοί.
Και τότε λέει ο τρανός ο ρήγας:
Βαρύ κακό κι αν δεν το πράξω,
βαρύ κι αν το παιδί μου σφάξω,
πόχω καμάρι! και τα χέρια
με το παρθενικό της αίμα
στους βωμούς δίπλα να μολύνω.
Ω συμφορά μου απ' ολούθε,
προδότης πώς των πλοίων να γίνω
και τους συμμάχους μου ναφήσω;
Μ' όλο το δίκιο τους ζητούνε
το γαίμα το παρθενικό
για να λουφάξουνε οι ανέμοι,
κι άμποτε, θε μου, σε καλό! »
Και μια που μπήκε στης ανάγκης το ζυγό
κι άνεμος δυσσεβείας γύρισε το νου του,
μηδ' όσιο μηδ' ιερό λογιάζει πιο
και τον νικά η αποκοτιά του λογισμού του·
γιατί το πρώτο βήμα στο άθλιο το κακό
είναι αχρείος σύμβουλος κι απομωραίνει
του ανθρώπου το συλλογικό.
Κ' έτσι λοιπόν για το γυναίκειο
τον πόλεμο, και να εγκαινιάση
των καραβιών το δρόμο
το βάσταξε την κόρη του να θυσιάση.
Τα διπλοπαρακάλια της, πατέρα! πατέρα!
δεν λόγιασαν, κι ουδέ τα τρυφερά της νιάτα
οι πολεμόχαροι αρχηγοί,
και πρόσταξε τους δούλους ο πατέρας
να τη σηκώσουν ύστερ' από την ευχή
σαν ρίφι, μες στους πέπλους τυλιγμένη,
γοργά, ψηλά και προύμυτα
επάνω απ' τους βωμούς
και να της φράξουν τόμορφό της στόμα
με δύναμη του φίμωτρου βουβή,
μην τύχη και το σπίτι του καταραστή.
Στη γης κυλά το φόρεμά της το ζαφρά
και η κόρη τους δημίους της χτυπά ένα ένα,
με των ματιώ της σαϊτιές πονετικές·
κι' έμοιαζε σαν σε ζουγραφιά
πως νάθελε να τους μιλήση·
γιατί στα πλούσια του πατέρα της τραπέζια
πολλές φορές τους είχε τραγουδήση
κι αγνή, με τη φωνή