Αγαμέμνων. Aeschylus
πήραν την πόλη.
Πώς λες! δεν άκουσα, ταυτιά μου δεν πιστεύω!
Πως είναι η Τροία δική μας, καθαρά δεν τόπα;
Πνίγει το στήθος μου η χαρά και δάκρυα φέρνει.
Τα μάτια την καλή σου γνώμη μαρτυρούνε.
Μα νάχης και γι' αυτό που λες βέβαιο σημάδι;
Έχω, πώς όχι; αν οι θεοί δεν μ' απατούνε.
Μήπως σ' ονειροφαντασίες έχεις πιστέψη;
Σε καρωμένης κεφαλής καπνούς δεν στέργω.
Ή μη σου σήκωσαν το νου λόγια τανέμου;
Για κορασιά αλαφρόμυαλη βλέπω με πήρες.
Κι από πότε λοιπόν είναι παρμένη η πόλη;
Σου λέω: τη νύχτα πόχει αυτό το φως γεννήση.
Και ποιος θα μπόρειε μηνυτής να φτάση αμέσως;
Ο Ήφαιστος! στέλλοντας λαμπρή φωτιά απ' την Ίδα.
Και πάνω πανωτές φωτιές αγγαρεμένες
ξεπροβοδούν τη φλόγα εδώ· και πρώτη η Ίδα
στον κάβο Ερμή της Λήμνου, κι από κείθε τρίτο
τ' Αγιονόρος φωτιά τρανή παραλαβαίνει.
Και πεύκα αρίφνητη σκεπάζοντας ως πέρα,
σαν χρυσοφέγγισμα ήλιου, του πελάου τα πλάτη
στις βίγλες του Μακίστου αγγάρεψε τη φλόγα·
και κείνος όχι ανάμελλος ουδ' από ύπνο
βαριά παρμένος ξαστοχά τα χρέη ταγγέλου·
μα πέρα η λάμψη στου Εύριπου το ρέμμα φτάνει
και στου Μεσσάπιου τους σκοπούς τα νέα φέρνει·
και τούτοι αντιφωτούν και τα ξεπροβοδίζουν
πιο μπρος, ανάβοντας ξερά ταρείκια στίβες·
και πάντα φουντωμένη της φωτιάς η λάμψη
τους κάμπους του Ασωπού σαν μελιχρό φεγγάρι
περνά και στις ψηλές κορφές του Κιθαιρώνα
φωλιά καινούργια η ταξιδεύτρα η φλόγα στήνει·
και δεν αρνιέται η βίγλα, κι απ' το προσταγμένο
πιότερα ανάβοντας, πιο πέρα να τη στείλη·
κ' η λάμψη δρασκελόντας τη Γοργώπη λίμνη
και πέφτοντας στο Αιγίπλαγκτο, μηνάει την τάξι
να μη αμελούνε της φωτιάς, κι αυτοί με ζήλο
γλώσσες φλογών σηκώνουν τέτοιες, που περνόντας
τακρόβραχα, όπου το Σαρωνικό κοιτάζουν,
πέφτει σαν κεραυνός και φτάνει εδώ η λάμψη
στις βίγλες τις γειτονικές μας του Αραχναίου,
ως που σ' αυτές των Ατρειδών χτυπάει τις στέγες
το φως, που προπάππο έχει τη φωτιά της Ίδας.
Τέτοιους εγώ λαμπαδοφόρων έχω νόμους
να παίρνη και να δίνη ο ένας με τον άλλο
κι ο πρώτος που ήρθε νίκησε και τελευταίος.
Αυτά σου λέω τα σύμβολα και τα σημάδια
που μόχει στείλη ο άντρας μου απ' την Τρωάδα.
Τις προσευχές μου στους θεούς κατόπι κάνω,
βασίλισσα, μα τώρ' αυτά που λες τα λόγια
νακούω θάθελα άπαυτα και να θαυμάζω.
Δική τους είναι σήμερα, η Τροία των Αχαιών!
φαντάζομαι, τι ασύσμιχτη βουή στη πόλη!
καθώς