Αργία : διήγημα. Faltaits Kostas

Αργία : διήγημα - Faltaits Kostas


Скачать книгу
ναύτες εξακολονθούσανε να παίζουνε και να δέρνουν αλύπητα το γίγαντα.

      Το χαμηλό του μυαλό δε μπορούσε να καταλάβει την κατεργαριά που του κάνανε, και τα κόκκινα μάτια του αδικημένου σκύλου φούσκωναν από κρυμένο παράπονο. Ξαφνικά σε μια δυνατή γροθιά που του ζάλισε το κεφάλι τόβαλε στα πόδια, και γλύτωσε μέσα από τη θωρακισμένη πόρτα του πρόστεγου.

      Δυο-τρεις τον πήρανε κατά πίσω κι' όλοι αρχίσανε τις φωνές:

      – Ώωω! Ώωω! Ώωωω!

      Του Ρένα τα μάτια από λίγο να δακρύσουν. Ένας όγκος διαμαρτυρίας και αγανάκτησης τον σκέπασε κι' έβρισε τη θηριωδία και την αναισθησία του ανθρωπίνου ζώου.. Έριξε τα μάτια του στη μακρυνή στο βάθος του κόλπου πολιτεία. Η λύπη άρχισε ν' ανεβαίνει από το στήθος του και να τον τραβά πάνω από τους καπνοδόχους της πολιτείας, και πάνω από τα τετράγωνα χωρίσματα των σπιτιών. Ασυναίσθητα άρχισε να μονολογά…

      Κάποια βήματα δίπλα του τον σταματήσανε πάνω στο παραλήρημά του.

      – Δε μουρμουρίζει έτσι ο κόσμος, τούπε η φωνή του συντρόφου του ναύτη γραφέα. Δω πέρα όλοι, κι' εγώ ακόμα, είμαστε υποκείμενοι να τιμωρηθούμε. Στρατιώτες είμαστε.

      – Δε σκεφτόμουνα την τιμωρία.

      – Άστα, άστα… Ξέρω γω τι σου λέω.

      Ο Ρένας τον κύτταξε για να δει αν θα μπορούσε να τον καταλάβει και στα πιο απλά πράματα, και τον ρώτησε:

      – Θέλεις τίποτα;

      – Ναι. Πάμε κατά την κουζίνα. Την πληρωμή την τελειώσαμε χέρι- χέρι… Αμ τι νόμιζες!. Τώρα θα βαρέσει και το συσσίτιο.

      Τραβήξανε κατά την κουζίνα των ναυτών. Παχειά μυρουδιά από κουνουπίδι γέμιζε τον γύρω αέρα, χωνότανε στη μύτη και στο στόμα, και μούσκευεν ακόμα το πρόσωπο και τα ρούχα.

      – Δε σου φαίνεται…; είπεν ο Ρένας.

      – Δε μου φαίνεται, διάκοψε κείνος, νομίζοντας ότι κι' αυτό αποτελούσε κάποιαν εξυπνάδα.

      – Άκουσε λοιπόν, κακομοίρη. Δε σου φαίνεται ότι η αριστοκρατία των αξιωμάτων αρχίζει από την κουζίνα του καραβιού;… Αυτό το στρογγυλό καζάνι με τη μεγάλη κόκκινη κοιλιά, με την καλόκαρδη κουτή όψη, αποτελεί το άπαντο του στομαχιού σε μας τους ναύτες… Πάμε τώρα και στην κουζίνα των αξιωματικών να δεις.. Ορίστε: Αυτή η μικρή χύτρα γανωμένη και γιαλισμένη της ώρας, με το σχήμα σαν αυγό, με τα δυο της χερούλια, με τη φωτιά σιγανή και μέτριη από κάτω, αντιπροσωπεύει το στομάχι των αξιωματικών μας. Μέσα δω η μυρουδιά είναι λεπτή και γαργαλιστική. Πολύ κοκέτα μυρουδιά.. Θέλεις να στη ζωγραφίσω;

      – Τώρα-τώρα θα πεις πως είσαι και ζωγράφος!

      – Αυτή την ώραν έχω γίνει ότι και να πεις.. Είναι μια κοκότα με λεπτές κάλτσες από μουσελίνα, σηκωμένη λίγο μυτίτσα και σικ καπελίνο. Κάνει μεγάλη εντύπωση κι' όλοι την πλησιάζουνε με θαυμασμό.. Η άχνα που σκορπίζεται άφθονη από την κουζίνα του πληρώματος, λέγεται, φιλαράκο μου, βρώμα. Είναι λαϊκιά, γυναίκα των πέντε δεκαρών. Να πως είναι: Χοντρές παντόφλες, σάρκες μπόσικες σα σακκούλες γιαούρτι· ένα φακιόλι κι' ένα αλατζαδένιο μεσοφούστανο. Αποτελείται από αναθυμίαση μιας κόφας κουνουπιδιών, κι' από τον ίδρωτα του Μπάρμπα Μάρκου του μάγειρα. Αύτη η λαϊκιά με το φακιόλι μας κυνηγά παντού και αισθανόμαστε τον εαυτό μας


Скачать книгу