Αργία : διήγημα. Faltaits Kostas

Αργία : διήγημα - Faltaits Kostas


Скачать книгу
αξιωματικών πρέπει νάναι στομάχι τουλάχιστο ζωγράφων ή αγαλματοποιών.

      Από τα χέρια κ' από το εργαστήρι του ασπροντυμένου μάγειρα παρουσιαζόντανε τα φαγιά τεχνικά, ωραία, λεπτά, ικανοποιητικά για τα μάτια.

      – Τα στομάχια που θα τα φάνε! στέναξεν ο άλλος, κι' έκανε κίνημα να φύγουνε.

      – Μια στιγμή ακόμα, είπεν ο Ρένας. Δεν είναι λίγη κι' η απόλαψη αυτή. Χορταίνομε βλέποντας την ιδεολογία του στομαχιού μας, αφού δε μπορούμε να χορτάσομε την πρακτική του.

      ΙΙΙ

      Μέσα στο καράβι και στην ολόγυρα έκταση όλα αλλάζανε και γινόντανε πολύσχημα, αλλότροπα, παράξενα, χυμένα στη μυστικοπάθεια. Ο πανθεϊσμός έβαζε και στο παραμικρό τη σφραγίδα του. Ύστερα ο Ρένας άρχισε να μη γνωρίζει τον πρώτο του εαυτό.

      – Βέβαια, σκέφθηκε κάποτε, γυρεύοντας μιαν όποια δήποτε λύση, πρέπει νάμαι το αποτέλεσμα κάποιας περασμένης εποχής, και γι' αυτό η ίδια θάλασσα, τα ίδια καράβια, τα ίδια βουνά, δε μοιάζουνε διόλου με τον εαυτό τους.

      Κι' ύστερα από τη λύση αυτή, έβγαλε κάποιο συμπέρασμα που δεν του φάνηκε να είναι έξω από τη λογική.

      – Είναι ευτύχημα που ήρθαν έτσι τα πράματα, γιατί τώρα μπορώ να

      νομίζω πως γίνομαι κάμποσα χρόνια μικρότερος.

      …Το Σάββατο αμέσως από το μεσημερινό φαΐ ήρθεν ο κουτός γραφέας για να τον πειράξει.

      – Ακόμα να ετοιμαστείς για να βγεις έξω! του φώναξε.

      Και καθώς ο Ρένας τον κύτταζε χωρίς να μιλήσει, πρόσθεσε με γλήγορη χειρονομία:

      – Ίσα, ίσα και χτύπησεν η σάλπιγγα.. Θα μείνετε έξω, κύριε

      Ρένα.

      Τον έστειλε στο διάβολο.

      Οι ναύτες είχανε μπει σε δυο γραμμές. Ήτανε γελαστοί, καθαροί και ώμορφοι. Στο Ρένα φάνηκε πως όλο το καράβι θάβγαινεν έξω. Αλλά τότε ποιοι θα μένανε μέσα; Πραγματικά δεν μείναν άλλοι από τους τιμωρημένους…

      Ο Θεός είχεν απλώσει πάλι στη θάλασσα το καλοκαίρι. Στο βάθος τα χιόνια ασημώνανε τα βουνά, μα η θάλασσα λικνιζότανε στην πιο ατάραχη και ήμερην άνοιξη. Ήτανε μια θάλασσα αγαπητή, ώμορφη, χρυσοντυμένη, ευγενική, ατέλειωτη στην καλοσύνη της. Κι' ακόμα είχε πήξει από της βάρκες που περιμένανε ν' αδειάσουνε τη χαρούμενη ζωή των ναυτών στην εύθυμη στεριά…

      Το δειλινό ειρήνεψε πιο πολύ η λεκάνη του κόλπου. Η καλοσύνη της θάλασσας δεν εύρισκε πια ήχους άλλους να φανερωθεί και καινούργια χρώματα να σχηματίσει την ευχαρίστησή της. Μια αναμένη λαμπάδα με φως που δεν καίει αλλά μόνο χαϊδεύει η αντανάκλαση του ήλιου, φώτιζε τον κόλπο. Κάποιο πανηγύρι πάνω ψηλά πρέπει να γινότανε.

      Κάτι μαλακό και χλιαρό καμινεύοταν μέσα στο Ρένα.

      – Αν ήταν έτσι όλα τα δειλινά κι' όλη η θάλασσα, δε θ' αναλούσα

      λοιπόν; Σκέφθηκε.

      – Άνθρωπος στη θάλασσα! Ακούστηκεν έξαφνα μια φωνή βγαλμένη απ'

      όλο τον τρόμο και τη φρίκη του ανθρώπινου στήθους.

      Την ίδια στιγμή μέσα στο νου του Ρένα ζωντανέψανε σ' ένα σωρό, όλα τα επεισόδια σελίδων και μυθιστορημάτων που είχε διαβάσει. Κι' ακόμα θυμήθηκε ότι λίγο πιο πριν άλλες φωνές πολλές και δυνατές είχαν ακουστεί:

      – Η


Скачать книгу