Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες. Eftaliotis Argyris

Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες - Eftaliotis Argyris


Скачать книгу
δεν καταπιάνουνταν ο ένας, δίχως να το πρωτοπή του αλλουνού. Κατάντησε να τους λένε τους δυο τους «διπλάρια», ή κάτι τέτοιο. Όπου ο ένας, εκεί κι ο άλλος, μα γλέντι είτανε, μα κυνήγι, πόλεμος, σκοτωμός. Αχώριστοι σ' όλα τους.

      Κάθισε, και πίνοντας τον καφέ του, του αποξήγησε τη δουλειά, ο Πανάγος, άκρες μέσες, μιλώντας του χαμηλόφωνα πάντα.

      – Πιάστηκα στα βρόχια της, ξαναείπε, τι τα θες. Α βγης έξω και πης του ήλιου πως δεν καψώνει, πες μου και μένα πως η καρδιά μου είναι πέτρα ομπρός στην ομορφιά της.

      – Μωρέ τι πέτρα και τι ξεπέτρα, που ο κόσμος σ' έχει κιόλας αρρεβωνιασμένο, κι ακόμα πιώτερο. Τηνε γλυκοφίλησες, λέει, απανωτά, και σέκαμε, λέει, και σκαρφάλωσες μια θεόρατη καστανιά σα νυφίτσα να της κόψης ένα τσαμπί, κ' ύστερα, λέει.

      – Σήκω, σήκω να πάμε σπίτι σου, και σου τα λέω. Δεν αξίζει εδώ.

      Κοίταξε πως αυτιάζουνται όλοι τους.

      Σηκώθηκαν οι τρεις τους, κ' ίσια στου Μιχάλη το σπίτι. Η Μιχάλαινα, ό,τι γύρισε κι αυτή από τη λειτουργιά. Έβγαζε τη σκέπη της και την απόθετε απάνω σε σεντούκια μαζί με το μαντιλάκι της, και ταντίδωρο μέσα τυλιγμένο, για τη γριά τη μάννα της απάνω.

      Λες και σαν ορθόκορμη κι αρματωμένη Αθηνά σταθηκε μπροστά στον Πανάγο άμα τον είδε κ' έμπαινε στο χαμώγι, και μετρώντας τον πατόκορφα με τα θεογάλανα εκείνα τα μάτια της, μόνο που δεν τον έτρωγε καθώς του φώναζε η αρχοντικιά, η ασπρόδερμη κ' η φεγγαροπρόσωπη η Μιχάλαινα.

      – Τι 'ναι μαθές αυτά που αντιλαλήξανε πάλε μέσα στον κόσμο! Δεν είναι καμώματ' αυτά, και να λείψης. Ρεζίλι μαθές πολεμάς να μας κάμης!

      Τούκοψε μονομιάς τον ανασασμό σαν άνεμος η χολοβρασμένη η Μιχάλαινα. Κι όχι πως είταν ο Πανάγος από κείνους που τους συνεπαίρνει μιας γυναίκας φωνοκόπι, ας είνε και της ανοιχτομίλητης της Μιχάλαινας. Μα καθώς είδαμε, ο Πανάγος είτανε δυο λογιώ. Δυο μεριές τις είχε. Τη μια, γνώση, ζύγισμα, στοχασιά. Την άλλη, ίσως την πιο μικρότερη, φωτιά κι αγάπη και πάθος. Από την ώρα που χωρίστηκε από την Ασήμω ο Πανάγος, άρχιζε η γνωστική η μεριά και δούλευε, όλο δούλευε μες στα κατάβαθα του λογισμού του. Σαράκι τον έτρωγε· και τι σαράκι; τρυπάνι και τον διαπερνούσε το νου του. Ησυχία δεν του άφινε η γνώση. Τόσο, που τη νύχτα εκείνη – ακοίμητη νύχτα – αναπετάχτηκε μιαν ώρα από το κρεββάτι, έκαμε ένα τσιγάρο, και πίνοντας το ανάκραζε ολομόναχος – Μωρέ στο διάβολο, και να γεννιούμουνα μπούφος!

      Όσα τούψελνε αυτή την πρωινή η Μιχάλαινα, κι ακόμη πιο χερότερα, τα είχε πωμένα ο ίδιος του εαυτού του χίλιες φορές αποβραδίς κι απονυχτίς. Με τι συνείδηση τώρα και με τι δυνατογνωμιά να της εναντιωθή της μανιασμένης του αξαδέρφης.

      Ο Μιχάλης καθώς κι ο Γιάνης σωπαίνανε. Τόξεραν πως σε καλού δικηγόρου χέρια βρίσκουνταν η δουλειά τους.

      – Είναι καλή αυτή για τη ράχη του, μουρμούριζε ο Μιχάλης κάτω από το ξανθουλό του μουστάκι.

      Στεκότανε σαν παιδί φταιξιάρικο ο Πανάγος.

      – Άλλοι μας, κι άλλοι μας! ξεφώνιζε η Μιχάλαινα, σέρνοντας τα κόκκινα μάγουλά της με τα δυο της χέρια. Που θα βάλουμε στα σπιτικά μας και την ψυχοπαίδα της γουρουνούς!

      – Σώνει σου, Βασιλική, γυρίζει και της


Скачать книгу