Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες. Eftaliotis Argyris

Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες - Eftaliotis Argyris


Скачать книгу
αφίνει τα γουρουνάκια και τις όρνιθες στην τύχη τους, και καταπιάνεται τα πιο απόβαθα μυστήρια της παινεμένης της τέχνης. Ανοίγει τσίπες, τσακίζει αμύγδαλα, γουδοτρίβει κανέλλες και κόκκινες ζάχαρες – όλα για τα μπουρέκια και για τάλλα γλυκύσματα που θα χρειαστούνε όπου και να είνε. Πρόβαλαν και δυο τρεις άλλες γριές από τη γειτονιά, και της πρόσφερναν, άλλη συβουλή, άλλη γνώμη, κι άλλη την καλή της ευκή, αν και κρυφοτρώγουνταν όλες τους κι από κάποια ζούλια, και σαν τύχαινε βολικό, χτυπούσαν και τα ρουθούνια τους μπαινοβγαίνοντας. Φανερά να το δείξουνε, δεν πολυταίριαζε. Έπειτα, ποιος τόξερε και τι καλό μπορούσε να τους κάμη καμιά μέρα η Ασήμω;

      Μια από τις παντογνώστριες αυτές, ό,τι μίσεψε από της Ασήμως, ύστερ' από κάμποση ώρα κουβέντα το τι πρέπει να γίνεται και τι να μη γίνεται σαν αρραβωνιάζεται κορίτσι, να τηνε πάλε στο κατώφλι λαχανιασμένη, κομμένο το χρώμα της, την ποδιά της στα χέρια, σα να την κυνηγούσανε Τούρκοι.

      – Μωρή τι έπαθες, που θεός να σέβρη, κράζει η Ασήμω απομέσα, εκεί που σκάλιζε τα κοριτσίστικα σύνεργά της.

      – Αμέ και τι να μην πάθω, κακόμοιρη, που έρχεται και μου λέει ο γέρο – Σταμάτης μου, ό,τι ανέβηκε από του Φώτη το καπελιό, πως είνε λέει όλα ψέματα, και δεν τόχει σκοπό ο αφέντης μας ο Πανάγος, μήτε το είχε ποτές του. Ο Θεός να με βγάλη ψεύτρα, μα τάκουσε από μέρος που δεν έχει να πης, από τον αξάδερφό του τον κυρ Μιχάλη λέει τάκουσε. Ύστερα, λέει, κατέβηκε κι ο Πανάγος στο καπελιό, λέει, και του πάτησε ένα βρισίδι, λέει, του Σταμάτη μου που αποκότησε και τονε συχάρηκε, που δε μεταγίνεται, λέει. Μωρή και δε μου λες, μορφούλα μου, πως είσαι θεόλωλη και μας έφερες έτσι δα άνω κάτω δίχως λόγο στα καλά καθούμενα; Μωρή, και δεν τρέχεις στις ελιές σου, κακόσυρτη, και δεν αφίνεις τις ρόκες και τα προικιά, μην πάτε και ψοφήστε της πείνας, κ' εσύ κ' η θεια σου;

      Και λέγοντάς τα αυτά μεγαλόφωνα η φοβερόγλωσση η γειτόνισσα κράταγε τις χέρες της ακκουμπησμένες απάνω στους γόφους της, πούλεγες και το μαντίλι της έρριχνε να πιάση γερή λογομάχητα, και να τις αποστομώση μια και καλή και τις δυο, θεια κι ανιψιά. Κι όχι από κακογνωμιά κι από παράλογο πείσμα, παρά να ξεθυμάνη, που είχε κι αυτή κόρη για παντρειά, κι όχι γαμπρό, μα μήτε δαυλό, που λέει ο λόγος, δεν μπόρειε να της βρη.

      Δεν έγινε η αποθυμιά της γειτόνισσας. Χύμιξε ολόχλωμη κι αμίλητη η Ασήμω, και με μια της σκουντιά σφάληξε την πόρτα κατάμπροστά της. Ξεφώνιζε η γειτόνισσα απέξω, μα τα ξεφωνητά της λίγο λίγο αδυνάτιζαν, καθώς έφευγε και πήγαινε. Έμεινε τότες η θεια κ' η ανιψιά μαρμαρωμένες, κοιτώντας η μια την άλληνα.

      – Τρέχα να δης, αλήθεια είνε ή ψέματα, λέει η Ασήμω της θειας της προσεχτικά, σαν πολεμιστής που ακούγει προδοσία και στέλνει υποταχτικό του να δη τι τρέχει.

      Βγαίνει η γριά με το ραβδί της, τρομαγμένη και κακώς έχοντας. Δεν άργησε να γυρίση. Ήρθε ολότρεμη, δακρυσμένη, δεμένη η γλώσσα της, κ' έπεσε χάμου και στηθοδερνότανε σα μοιρολογίστρα. Μήτε λόγο η πλανταγμένη η Ασήμω. Σκυλοπνίγουνταν η ψυχή της μέσα σε λαβωμένης περηφάνειας φριχτή αγωνία. Μήτε φωνή, μήτ' αναστεναγμό δεν μπορούσε να βγάλη· παρ' αρπάζει τη μαγουλήκα της, το ρίχτει απάνω της, και πετιέται


Скачать книгу