Ορδεσ. Stephen Goldin

Ορδεσ - Stephen Goldin


Скачать книгу
βοηθούσαν να φτιάξει στο δικό του μυαλό μία συνεκτική εικόνα αυτού του πολιτισμού. Και πάλι, το σύνολο προηγούταν των μερών του.

      Τελείωσε την έρευνά του και συνειδητοποίησε ότι είχε ακόμη λίγο χρόνο να ξοδέψει, προτού του ζητηθεί να επιστρέψει στο σώμα του. Και θα τον χρησιμοποιούσε. Είχε ένα μικρό, ακίνδυνο χόμπι. Και στο Ζάρτι είχε παραθαλάσσιες ακτές κι ο Γκάρννα είχε γεννηθεί σε μία από αυτές. Είχε περάσει την παιδική του ηλικία δίπλα στη θάλασσα και ποτέ δεν κουράστηκε να βλέπει τα κύματα να έρχονται και να σκάνε πάνω στην ακτή. Έτσι, όποτε έβρισκε λίγο ελεύθερο χρόνο σε έναν άλλο κόσμο, προσπαθούσε να γυρίσει με τη φαντασία του στα παιδικά χρόνια, στην άκρη του ωκεανού. Τον βοηθούσε να κάνει το ξένο να μοιάζει οικείο και δεν έβλαπτε κανέναν. Οπότε, γλίστρησε απαλά στην ακτή του τεράστιου ωκεανού αυτού του παράξενου κόσμου, βλέποντας και ακούγοντας το μαύρο, σχεδόν αόρατο νερό να σκάει πάνω στις σκοτεινές αμμουδιές αυτού του πλανήτη, χιλιάδες παρσέκ από τον πλανήτη στον οποίο γεννήθηκε.

      Κάτι του τράβηξε την προσοχή. Πάνω στην κορυφή των λόφων που είχαν θέα αυτό το σημείο της παραλίας, έλαμπε ένα φως. Αυτό πρέπει να ήταν ένα παράδειγμα των μοναχικών ατόμων της κοινωνίας, που είχε εγκατασταθεί εδώ, μακριά από την πλησιέστερη συνάθροιση των άλλων της φυλής του. Ο Γκάρννα αιωρήθηκε προς τα πάνω.

      Το φως ερχόταν από ένα μικρό κτίριο, πρόχειρα φτιαγμένο, σε σχέση με τα άλλα κτίρια της πόλης, αλλά αναμφισβήτητα άνετο για μείνει ένα πλάσμα μόνο του. Υπήρχαν δύο οχήματα παρκαρισμένα έξω, άδεια και τα δύο. Εφόσον τα οχήματα δεν ήταν αυτόματα, αυτό σήμαινε ότι μέσα υπήρχαν, τουλάχιστον δύο άτομα από αυτό τον πλανήτη.

      Ως απλό πνεύμα, ο Γκάρννα πέρασε μέσα από τους τοίχους, σαν αυτοί να μην υπήρχαν. Μέσα, υπήρχαν δύο πλάσματα, που μιλούσαν μεταξύ τους. Το στιγμιότυπο δε φαινόταν πολύ ενδιαφέρον. Ο Γκάρννα κράτησε μία σύντομη σημείωση για τα έπιπλα του δωματίου κι ήταν έτοιμος να φύγει, όταν, ξαφνικά, το ένα από τα πλάσματα επιτέθηκε στο άλλο. Άρπαξε το λαιμό του συντρόφου του κι άρχισε να το στραγγαλίζει. Χωρίς καν να επεκτείνει τον εαυτό του, ο Γκάρννα μπορούσε να νιώσει την οργή, που εξέπεμπε το επιτιθέμενο άτομο. Πάγωσε. Κανονικά το ένστικτο του είδους του, θα τον έκανε να το σκάσει με τη μέγιστη ταχύτητα – στην προκειμένη περίπτωση, με την ταχύτητα της σκέψης. Αλλά, ο Γκάρννα είχε δεχθεί μακρά εκπαίδευση, προκειμένου να επιβάλλεται στα ένστικτά του. Είχε εκπαιδευτεί να είναι στην αρχή, στο τέλος και πάντα, ένας παρατηρητής. Παρατηρούσε.

       * * *

      Η πραγματικότητα επέστρεψε με αργό ρυθμό στο Στόουναμ. Ξεκίνησε χωρίς ήχο, ένα γρήγορο τακ-τακ, τακ-τακ, τακ-τακ, που αναγνώρισε καθυστερημένα ότι ήταν η καρδιά του. Ποτέ δεν την είχε ξανακούσει τόσο δυνατά. Φαινόταν να πνίγει το σύμπαν, μέσα στον ήχο της. Ο Στόουναμ κάλυψε τα αυτιά του με τα χέρια του, για να απομονώσει τον ήχο, αλλά αυτό έκανε την κατάσταση χειρότερη. Ξεκίνησε κι ένα κουδούνισμα – ένας οξύς ήχος που χτυπούσε σαν ένα ξυπνητήρι-σοπράνο, μέσα στον εγκέφαλό του.

      Μετά


Скачать книгу