Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ. Charley Brindley
εικοσιένα κάμψεις σε λιγότερο από σαράντα πέντε δευτερόλεπτα.
Όταν τελείωσε, πήγε στο νεροχύτη να πλύνει το πρόσωπό της. Εκεί, βρισκόταν μια μικρή τουαλέτα κι ένας γυαλισμένος μεταλλικός καθρέφτης. Δεν είχε καλή αντανάκλαση το μέταλλο, αλλά την άφηνε να περιποιηθεί τα μαλλιά της.
Έφερε τα καστανοκόκκινα μαλλιά της πάνω από τον ώμο. Ήθελε να κουρέψει τις άκρες της κανονικά, αλλά δεν επιτρέπονταν κανενός είδους αιχμηρά αντικείμενα. Παρ’ όλ’ αυτά, είχε μάθει να τα κόβει τρίβοντάς τα στα σκουριασμένα κάγκελα του παραθύρου της.
Κρατούσε τα κομμένα μαλλιά κι έπλεκε τις μπούκλες σε μια τριχιά. Ίσως μια μέρα να την τύλιγε γύρω απ’ το λαιμό του Λερτς και να τον στραγγάλιζε.
Σκούπισε το πρόσωπό της χαμογελώντας με τη μοναδική πετσέτα που είχε, και την κρέμασε πάλι στο καρφί πάνω στον τοίχο.
Πήγε στο παράθυρο και σταύρωσε τα χέρια της, κοίταξε έξω τον φθινοπωρινό ουρανό που είχε έντονο μπλε περσικό χρώμα, και είδε μια σειρά από κυματιστά σωρειτά σύννεφα που τα έφερνε ο δυτικός άνεμος.
Δεν είχε τζάμι το παράθυρο· μόνο επτά σκουριασμένες ατσάλινες μπάρες. Το καλοκαίρι έμπαινε δροσερός αέρας, αλλά τον χειμώνα ακουγόταν το σφύριγμα του παγωμένου βορεινού αέρα στα κάγκελα.
Τους χειμερινούς μήνες, οι δεσμοφύλακες τής έδιναν δύο τραχιές μάλλινες κουβέρτες. Τη μια την κρεμούσε μπροστά απ’ το παράθυρό της για να κόβει τον αέρα και το χιόνι. Την άλλη την άπλωνε πάνω από το λεπτό κουβερλί από μουσελίνα που είχε το κρεβάτι της.
Γύρισε και πήγε στο κέντρο του κελιού της. Επιβράδυνε το ρυθμό της αναπνοής της, το πρόσωπό της στραμμένο προς τη βιδωτή πόρτα, και άρχισε να κάνει με αργές κινήσεις μια άσκηση τάι τσι που λέγεται «Πατώντας την Ουρά της Τίγρης».
Έπειτα από μισή ώρα έπεσε στο κρεβάτι της και κοίταξε το ταβάνι, όπου οι λεκέδες του νερού είχαν δημιουργήσει αλλεπάλληλες ρωγμές που σαν φίδια ελίσσονταν ανάμεσα στις θολές σκιές του τοίχου. Φαντάστηκε δέντρα και βουνά μέσα στους τυχαίους στροβίλους. Θαμπά σχήματα και φασματικές εικόνες μεταμορφώθηκαν στη φιγούρα ενός παιδιού με προβληματισμένο πρόσωπο.
Την πλημμύρισαν αναμνήσεις, συνθλίβοντάς τη με κύματα θλίψης και πόνου.
Γύρισε πλευρό, και κοιτώντας τον τοίχο έφερε τα γόνατά της στο στήθος της, και έκλαψε.
Κεφάλαιο Δύο
Χρονοδιάγραμμα: Σήμερον ημέρα, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ
Ο Ντόνοβαν χτύπησε την πόρτα και περίμενε κάποιον να έρθει να του ανοίξει. Έβαλε τον χαρτοφύλακα στο άλλο του χέρι, κι έριξε μια ματιά στο διπλανό σπίτι. Η μητέρα του θα το χαρακτήριζε ως μπανγκαλόου. Η βεράντα ήταν σχεδόν ολόιδια με αυτή που στεκόταν αυτός τώρα. Στην άλλη μεριά του δρόμου υπήρχε ένα παρόμοιο σπίτι, λίγο πιο διαφορετικό, όπου μια ηλικιωμένη κυρία πότιζε τα μπιγκόνια της. Ήταν αδύνατη με καλή στάση σώματος, και σκέπαζε τα μάτια της για να μπορεί να παρατηρεί τον Ντόνοβαν.
Αυτή η γειτονιά της Φιλαδέλφεια χτίστηκε το 1930, και αποτελούνταν από μικρά σπιτάκια στοιχισμένα και απ’ τις δύο μεριές του ελικοειδή δρόμου, με σφεντάμια