Άννα Καρένιν. Tolstoy Leo
συνεχώς ότι ο Βρόνσκυ ήτο δι' αυτήν τίποτε περισσότερον από ένας εκ των νέων εκείνων, τους οποίους συναντώμεν καθ' εκάστην κατά εκατοντάδας, και ότι ουδέποτε θα κατεδέχετο να προσέξη εις αυτόν ιδιαιτέρως.. Και όμως ιδού ότι τώρα που τον επανεύρισκεν απροόπτως, την κατελάμβαμε κάποιο συναίσθημα ευφροσύνου υπερηφανείας.
– Ηγνόουν ότι ευρίσκεσθε εις το τραίνον τούτο! Διατί ανεχωρήσατε εκ Μόσχας; ηρώτησεν.
Ο Βρόνσκυ προέφερε τα λόγια που ανέμενεν η ψυχή της νεαράς γυναικός και που εφοβείτο η λογική της.
– Συγχωρήσατέ με αν η συμπεριφορά μου σας είναι δυσάρεστος, εξηκολούθησεν εκείνος.
Ο Βρόνσκυ ωμίλει φιλοφρόνως και μετ' αιδήμονος σεβασμού αλλά μετά τόσης σταθερότητος και εμμονής, ώστε εκείνη εβράδυνε πολύ να εύρη λέξεις απαντήσεως.
– Ό,τι λέγετε είναι κακόν, είπε τέλος η νεαρά γυνή. Και, αν είσθε αγαθός, λησμονήσατε αυτά τα λόγια, όπως θα τα λησμονήσω και εγώ.
– Ουδέποτε θα λησμονήσω ούτε έν από τα λόγια σας, ούτε μίαν από τας κινήσεις σας, δεν δύναμαι να το πράξω!
– Αρκεί, αρκεί! εφώναξεν εκείνη, μάτην προσπαθούσα να προσδώση έκφρασιν αυστηράν εις την μορφήν της, ην ο Βρόνσκυ απελάμβανε δι' απλήστων βλεμμάτων.
Δραξαμένη δε της λαβής του βαγονίου, ώρμησεν επί των βαθμίδων και έφθασε ταχέως εις το επίστεγον αυτού. Χωρίς δε να ενθυμήται πλέον ούτε τους ιδίους της λόγους ούτε τους του Βρόνσκυ, κατενόησεν ότι η συνομιλία εκείνη, ήτις επί μίαν μόλις στιγμήν είχε διαρκέσει, τους είχε τρομακτικώς προσεγγίσει. Και ησθάνθη τρόμον συνάμα και ευτυχίαν.
Έμεινεν επί τινας στιγμάς σιωπηλή, είτα δε εισήλθεν εις το διαμέρισμα και ανέλαβε την θέσιν της.
Η κατάστασις της νευρικής υπερεντάσεως, ην τόσον ισχυρώς είχεν αισθανθή, ενετείνετο ήδη επί μάλλον και μάλλον, και εφοβείτο έκρηξιν. Καθ' όλην την νύκτα δεν ηδυνήθη να κλείση μάτι.
Μόνον περί την πρωίαν η Άννα εναρκώθη επί του εδολίου της. Όταν δ' αφυπνίσθη ήτο πλέον ημέρα και το τραίνον επλησίαζεν εις την Πετρούπολιν. Αμέσως τότε ανελογίσθη το σπίτι της, τον σύζυγόν της, τον υιόν της και ανέκτησε τας συνήθεις της απασχολήσεις.
Μόλις το τραίνον εσταμάτησε και κατήλθεν εις την αποβάθραν η πρώτη μορφή, ην αντίκρυσεν, ήτο η μορφή του συζύγου της.
– Α! Θεέ μου! γιατί τα αυτιά του έγειναν τόσον μακρυά; διελογίσθη παρατηρούσα την ψυχράν και τυπικήν του μορφήν και ιδίως τους χόνδρους των ώτων του, οίτινες συνεκράτουν τον γύρον του στρογγυλού καπέλλου του.
Μόλις διακρίνας την σύζυγόν του, ο Καρένιν έσπευσεν εις υπάντησίν της με τα χείλη διεσταλμένα υπό το σύνηθες αυτού αινιγματώδες μειδίαμα και παρατηρών αυτήν πυρωδώς με τα μεγάλα του και κουρασμένα μάτια.
Κάποιο συναίσθημα δυσθυμίας έπληξε την καρδίαν της Άννας όταν αντίκρυσε το έμμονον και κεκμηκόν εκείνο βλέμμα, ως να είχεν ελπίσει ότι θα το εύρισκε διαφορετικόν. Κατεπλήσσετο δε κυρίως από το σηναίσθημα της δυσαρεσκείας προς εαυτήν, το οποίον ησθάνθη επανευρούσα τον σύζυγόν της. Το συναίσθημα τούτο δεν ήτο νέον, το εγνώριζεν, αλλά, προτήτερα, δεν της είχε κάμει εντύπωσιν. Την φοράν αυτήν όμως το διέκρινε καθαρά και υπέφερεν