Άννα Καρένιν. Tolstoy Leo
διστακτικότητα.
Εκείνη έκλινεν ελαφρώς την κεφαλήν και εξηκολούθησε τον δρόμον της, αλλ' ήκουσεν αμέσως την ηχηράν φωνήν του Ομπλόνσκυ καλούντος τον φίλον του να αναβή, και την εύηχον και ήρεμον απάντησιν του τελευταίου τούτου αρνουμένου.
Όταν η Άννα επέστρεψε μετά του λευκώματος, ο Βρόνσκυ είχεν ήδη απέλθει και ο Ομπλόνσκυ διηγείτο ότι είχεν έλθει διά να τον ερωτήση περί τινος δείπνου, το οποίον παρέθετον την επιούσαν εις κάποιαν διερχομένην εκείθεν επίσημον προσωπικότητα.
– Και, με όσα και αν του είπα, δεν ηθέλησε να αναβή. Είχε το ύφος πολύ παράδοξον απόψε.
Η Κίττυ ηρυθρίασεν. Είχε πεποίθησιν ότι αυτή μόνη εγνώριζε διατί είχεν έλθει και διατί δεν ανήλθεν.
«Επέρασεν από το σπίτι μας, δεν μ' ευρήκε και εσκέφθη ότι θα ήμην εδώ· δεν εισήλθε δε, διότι εσκέφθη ότι ήτο πάρα πολύ αργά, και, επίσης, διότι ήτο εδώ η Άννα».
Πάντες ητένισαν αλλήλους χωρίς να προσφέρουν λέξιν και ήρχισαν να φυλλομετρούν το προσκομισθέν υπό της Άννας Καρένιν λεύκωμα.
Αναμφιβόλως δεν υπήρχε τίποτε το αλλόκοτον ή το ανάρμοστον εις το ότι ένας φίλος έρχεται να ζητήση από τον Ομπλόνσκυ, κατά την δεκάτην εσπερινήν ώραν, πληροφορίας επί προσυμπεφωνημένου συμποσίου και αρνείται να εισέλθη εις το σαλόνι. Όλοι εν τούτοις εξέλαβον ως αλλόκοτον το επεισόδιον τούτο, και η Άννα, πλειότερον των άλλων, έκρινεν αυτό ως περίεργον και δυσοίωνον.
Όταν η Κίττυ, συνοδευομένη υπό της μητρός της, ανήλθε την λαμπρώς φωταγωγημένην κλίμακα, την διάκοσμον από φυτά, μεταξύ δύο στίχων πουδραρισμένων λακέδων, ο χορός μόλις είχεν αρχίσει.
Η Κίττυ μόλις είχε κάμει ολίγα βήματα εντός της αιθούσης, και αμέσως εκλήθη διά το βαλς παρά του διαπρεπεστέρου των χορευτών, του περιφήμου διευθυντού του κοτιγιόν, του ωραίου Κορσούνσκυ, ανδρός νυμφευμένου.
– Εκάματε καλά που ήλθατε ενωρίς, της είπεν ο Κορσούνσκυ, περών τον βραχίονά του περί τον κορμόν της χορευτρίας του, κακή συνήθεια το να έρχεται κανείς αργά.
Εκείνη εστήριξε την αριστεράν χείρα επί του ώμου του καβαλιέρου της, και οι μικροί της πόδες με τα ροδόχροα σανδάλια διωλίσθησαν ελαφρώς και μετ' άκρας προς τον ρυθμόν της μουσικής ακριβείας, επί του λείου παρκέτου.
– Αναπαύομαι βαλσάρων μαζί σας, τι ελαφρότης, τι ακρίβεια! είπεν εκείνος επαναλαμβάνων το φιλοφρόνημα, το οποίον απηύθυνε προς όλας τας χορευτρίας του.
Η Κίττυ εμειδίασε και εξηκολούθησεν ερευνώσα την αίθουσαν υπέρ τον ώμον του συγχορευτού της. Δεν ήτο νεοφώτιστος εις τον χορόν, διά την οποίαν όλα τα πρόσωπα συγχέονται εις εντύπωσιν φαντασμαγορικήν· αλλ' ούτε ήτο από τας εκφύλους εκείνας που σύρονται κάθε βράδυ εις τους χορούς, και αι οποίαι είνε ήδη χορτασμέναι από όλας εκείνας τας γνωρίμους κεφαλάς· η Κίττυ απήλαυεν απλήστως, αλλ' ήτο συνάμα κυρία εαυτής ώστε να δύναται να παρατηρή.
Εις την αριστεράν γωνίαν της αιθούσης, διέκρινε την αριστοκρατίαν της κοινωνίας συγκεντρωμένην κατά μέρος. Εκεί ευρίσκετο η ωραία Λυδία, η σύζυγος του Κορσούνσκυ, καθ' υπερβολήν έξωμος, εκεί και η οικοδέσποινα, και ο Κριβίν με την απαστράπτουσαν φαλάκραν του. Εις τον