Άννα Καρένιν. Tolstoy Leo
Εν Μόσχα εγεύθη διά πρώτην φοράν του θελγήτρου να πλησιάση μίαν ωραίαν και αθώαν κόρην του κόσμου, ήτις ηράσθη αυτού. Δεν τω επήλθε δε η σκέψις ότι εν τη γνωριμία ταύτη, ηδύνατο να υπάρχη τι το μεμπτόν ως προς τας μετά της Κίττυ σχέσεις του. Εχόρευε κατά προτίμησιν μετ' αυτής, της ωμίλει περί κοινών πραγμάτων περί ων συνήθως συζητούν ασκόπως εν τω κόσμω, αλλ' ακουσίως, προσέδιδεν εις τας κοινοτυπίας αυτάς τόνον και ενδιαφέρον τοιούτον, ώστε ν' απευθύνεται προς αυτήν και μόνην.
Αν και ουδέποτε της είχεν είπει και μίαν έστω λέξιν που να μη δύναται να προφέρη ενώπιον όλου του κόσμου, παρετήρει εν τούτοις ότι κατά πάσαν παρερχομένην ημέραν υφίστατο εκείνη πλειότερον την επίδρασιν αυτού, τούθ' όπερ του ήτο το μάλλον ευχάριστον των πραγμάτων. Ησθάνετο εαυτόν ακατανικήτως ελκυόμενον προς αυτήν.
Ουδαμώς ηπατάτο ότι η προς την Κίττυ συμπεριφορά του ήτο αφελέστατα εκείνο που ονομάζεται δελεασμός μιας νεαράς κόρης άνευ προθέσεως γάμου, πράξις πολύ συχνή εις την χρυσήν νεότητα εις την οποίαν ανήκεν. Ενόμιζεν ότι αυτός πρώτος είχεν ανακαλύψει την θελξίθυμον ταύτην ηδονήν, και την απελάμβανε.
Περί γάμου ουδέποτε είχε σκεφθή, γάμου άλλως τε του οποίου δεν διέβλεπε το δυνατόν της τελέσεως. Όχι μόνον δεν ηγάπα την οικογενειακήν ζωήν, αλλά και διέβλεπεν εν τω γάμω και ιδίως εις τον ρόλον του συζύγου, σύμφωνα προς τας ιδέας του κόσμου των αγάμων εν τω οποίω έζη, κάτι το αντίθετον, κάτι το εχθρικόν προς την ευτυχίαν του και κάτι μάλιστα το γελοίον.
Το βράδυ εκείνο, εν τούτοις, εξερχόμενος του μεγάρου Τσερμπάτσκυ, ησθάνθη ότι οι πνευματικοί δεσμοί οι συνδέοντες αυτόν μετά της Κίττυ είχον συσφιγχθή μέχρι σημείου ώστε να έπρεπε να λάβη μίαν απόφασιν, αλλ' υπό ποίον πνεύμα, δεν διέβλεπεν ακόμη.
«Η γοητεία έγκειται ακριβώς εις το ότι ούτε μία λέξις δεν έχει προφερθή ούτε παρ' εμού ούτε παρ' αυτής· και εις ότι το αντιλαμβανόμεθα αλλήλους τόσον καλά διά της αποκρύφου αυτής συνδιαλέξεως των βλεμμάτων και των τόνων της φωνής· σήμερον μ' έκαμε να εννοήσω παρά ποτε σαφέστερον ότι με αγαπά. Και πόσον είνε γοητευτικόν αυτό, πόσον αφελές, πόσον πλήρες πεποιθήσεως! Αισθάνομαι ότι έχω καρδίαν και ότι κάτι το αγαθόν υπάρχει εντός μου».
Την επιούσαν, κατά την ενδεκάτην προμεσημβρινήν, ο Βρόνσκυ μετέβη εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν διά ν' αναμείνη την μητέρα του· το πρώτον δε πρόσωπον, το οποίον παρετήρησεν επί των βαθμίδων της μεγάλης κλίμακος υπήρξεν ο Ομπλόνσκυ προχωρών προς υποδοχήν της αδελφής του Άννας Καρένιν.
– Α! Η Εξοχότης σας! τω εφώναξεν ο Ομπλόνσκυ, ποίον ζητείς;
– Περιμένω την μητέρα μου, απήντησεν ο Βρόνσκυ. Έρχεται από την Πετρούπολιν.
Έθλιψαν αμοιβαίως την χείρα και ανήλθον ομού την κλίμακα.
– Πού επήγες χθες εξερχόμενος των Τσερμπάτσκυ, εγώ σε επερίμενα έως τας δύο το πρωί;
– Επέστρεψα εις το σπίτι μου.. Επέρασα νύκτα τόσον ευχάριστον, ώστε δεν ηθέλησα να υπάγω πλέον πουθενά.
– Γνωρίζω τα ορμητικά άλογα από τα χαρακτηριστικά των και τους νεαρούς ερωτευμένους από τα μάτια! επανέλαβεν ο Ομπλόνσκυ, όπως είχε κάμει την προτεραίαν προς τον Λεβίν.
Ο Βρόνσκυ