Άννα Καρένιν. Tolstoy Leo
υαλωταί θύραι της αιθούσης ηνοίχθησαν και εισήλθε κάποιος, εις τον οποίον όμως ο υπηρέτης του γραφείου υπέδειξαν ότι έπρεπε να εξέλθη αμέσως. Ο Ομπλόνσκυ, μετά την συνεδρίασιν, εξήτασε τον υπηρέτην του γραφείου διά να μάθη το όνομα του προσώπου, το οποίον είχεν εισέλθει απρόσκλητον.
– Δεν τον γνωρίζω, εξοχώτατε.
– Πού είναι τώρα; ηρώτησεν ο Ομπλόνσκυ.
Ο υπηρέτης του γραφείου υπέδειξεν άνθρωπόν τινα με ώμους ευρείς, με την γενειάδα ούλην, όστις κατήρχετο ταχέως και ελαφρώς τας σαθράς βαθμίδας της λιθίνης κλίμακος.
– Ήμην βέβαιος! είναι ο Λεβίν! Επί τέλους, είπε με φιλικόν και είρον συνάμα μειδίαμα παρατηρών τον άγνωστον όστις προυχώρει προς αυτόν. Δεν εφοβήθης να έλθης να με ξετρυπώσης μέσα εις αυτό το σπήλαιον;
Και όχι μόνον έθλιψε την χείρα του φίλου του, αλλά και τον εφίλησεν.
– Ευρίσκεσαι προ πολλού εις την Μόσχαν;
– Μόλις έφθασα και έσπευσα να σε ίδω, απήντησεν ο Λεβίν παρατηρών κύκλω του μετά δισταγμού.
– Καλά, καλά. Πάμε στο γραφείο μου, είπεν ο Ομπλόνσκυ, όστις εγνώριζε την αγρίαν δειλίαν του φίλου του.
Ο Λεβίν ήτο σχεδόν της αυτής με τον Ομπλόνσκυ ηλικίας. Υπήρξε παιδιόθεν σύντροφός του και φίλος του. Ηγαπώντο δε παρά την μεγάλην μεταξύ των αντίθεσιν χαρακτήρων και κλίσεων.
– Σας επεριμέναμεν από πολλού.
Ο Λεβίν παρατηρήσας δύο συμβούλους εντός του γραφείου του φίλου του είπε συγκεχυμένος:
– Αλλά πού θα ιδωθούμε; Έχω να σου ομιλήσω.
Ο Ομπλόνσκυ εσκέφθη επί στιγμήν.
– Θα φάμε μαζύ.
– Να φάμε; αλλά μόνον δυο λόγια έχω να σου πω, μιαν ερώτησιν θα σου κάμω· κατόπιν θα τα πούμε.
– Πάει καλά! πες μου αμέσως τα δυο σου λόγια και τα λέμε κατά το φαγητόν.
– Τα δυο λόγια που έχω να σου πω.. τίποτε το έκτακτον.
Η μορφή του προσέλαβεν αίφνης έκφρασιν άσχημον, εξ αιτίας του αγώνος τον οποίον κατέβαλε διά να νικήση την δυστακτικότητά του.
– Πώς έχουν οι Τσερμπάτσκυ; Δεν υπάρχει καμμία μεταβολή! Είπε τέλος. Ο Ομπλόνσκυ, γνωρίζων από πολλού ότι ο Λεβίν ήτο ερωτευμένος με την γυναικαδέλφην του Κίττυ, εμειδίασεν αδιοράτως και τα μάτια του επεταλούδησαν από ειρωνικήν φαιδρότητα.
– Είπες «δυο λόγια», αλλ' εγώ δεν ημπορώ να σου αποκριθώ με δυο λόγια. Μεταβολή καμμία· αλλά λυπούμαι διότι απουσίασες επί τόσον.
– Διατί; Μήπως συνέβη τίποτε;
– Όχι, τίποτε, απήντησεν ο Ομπλόνσκυ, θα τα ξαναπούμε.. Αλλ' εν συντόμω, ποίος είναι ο σκοπός του ταξειδίου σου;
– Θα ομιλήσωμεν περί τούτου βραδύτερον, επανέλαβεν ο Λεβίν ερυθριάσας.
– Καλά, καλά, εννοώ, απήντησεν ο Ομπλόνσκυ.. Θα σε προσεκάλουν εις το σπίτι μου, αλλ' η γυναίκα μου δεν είναι εντελώς καλά.. Αλλ' επί τέλους, αν θέλης να ιδής της κυρίες, θα είνε ασφαλώς σήμερον εις τον Ζωολογικόν κήπον, τέσσερες έως πέντε, η Κίττυ θα πατινάρη. Πήγαινε και συ, θα σε συναντήσω βραδύτερον και τρώμε όπου τύχει.
– Πάει καλά, ωρεβουάρ.. Αλλά πρόσεξε μη λησμονήσης! Είσαι ικανός να φύγης για τα κτήματά σου.
– Όχι,