Άννα Καρένιν. Tolstoy Leo
το αυτό αίσθημα της ψυχικής εξάψεως, υφ' ού είχε καταληφθή την ημέραν καθ' ήν τον αντίκρυσε διά πρώτην φοράν εντός του βαγονίου κατά την άφιξίν της εις Μόσχαν.
Συνησθάνετο οσάκις τον αντίκρυζε την χαράν φωτίζουσαν τους οφθαλμούς της, και διαστέλλουσαν εις γλυκύ μειδίαμα τα χείλη της, και δεν ηδύνατο ν' αποσβέση την εκδήλωσιν της χαράς εκείνης.
Εν αρχή είχε πιστεύσει ότι τούτο προήρχετο εκ της ανοχής ην επεδείκνυε προς αυτόν ακολουθούντα αυτήν πανταχού· αλλ' όταν κάποτε της συνέβη να μεταβή είς τινα εσπερίδα όπου ενόμιζεν ότι θα τον εύρισκε και όπου δεν τον ευρήκε, κατενόησεν εκ της απείρου θλίψεως, ήτις την κατέλαβεν, όχι μόνον η παρακολούθησίς τον εκείνη δεν της ήτο διόλου δυσάρεστος, αλλά και ότι αυτή απετέλει το μέγιστον της ζωής της ενδιαφέρον!
Τα οχήματα διεδέχοντο άλληλα ενώπιον του ευρυτάτου μεγάρου της πριγκηπίσσης Μπέτσυ.
Οι επισκέπται απεβιβάζοντο επί του ευρέος προστόου και ο χονδρός Ελβετός ήνοιγε σιωπηλώς τα πελώρια θυρόφυλλα της υελοφόρου σταυλοθύρας.
Η οικοδέσποινα και οι προσκεκλημένοι της εισήλθον ταυτοχρόνως, διά θυρών αντικρυζουσών, εις το μέγα σαλόνι με τα σκιερά χρώματα, το καλυπτόμενον από παχείς τάπητας. Εις το μέσον, επί τινος τραπέζης, το χιονώδες τραπεζομάνδυλον, το αργυρούν σαμοβάρ και η διαφανής πορσελάνη των σκευών του τεΐου ηκτινοβόλουν υπό τας λάμψεις των λαμπάδων.
Η πριγκήπισσα Μπέτσυ εκάθησε προ του σαμοβάρ και αφήρεσε τα γάντια της.
Οι προσκεκλημένοι, μετακινούντες τα καθίσματά των τη βοηθεία σιωπηλών υπηρετών, διηρέθησαν εις δύο ομίλους, τον μεν περί την οικοδέσποιναν, τον δε εις το άλλο άκρον της αιθούσης παρά την σύζυγον ενός Πρεσβευτού.
Εξηκολούθουν δε κάποιαν συνομιλίαν ην εύρισκον εξαιρετικώς ευχάριστον, διότι ωμίλουν περί των Καρένιν, περί αμφοτέρων των συζύγων.
– Από του εις Μόσχαν ταξειδίου της η Άννα μετεβλήθη πολύ, έλεγε μία από τας φίλας της, έχει κάτι τι το αλλόκοτον.
– Συναπεκόμισε μαζί της την σκιάν του Αλεξίου Βρόνσκυ, είπεν η σύζυγος του πρεσβευτού.
– Ποίον γλωσσοτρώτε; ηρώτησεν η πριγκήπισσα Μπέτσυ.
– Τον Καρένιν, απήντησεν η Πρέσβειρα καθεσθείσα παρά την τράπεζαν και μειδιώσα.
– Λυπούμαι που δεν ήκουσα, εφώνησεν η πριγκήπισσα Μπέτσυ ρίψασα βλέμμα προς την θύραν της εισόδου.
– Α! μας ήλθατε επί τέλους, είπε μετά μειδιάματος προς τον Βρόνσκυ, όστις εισήγετο ήδη.
Ο νεαρός αξιωματικός όχι μόνον εγνώριζεν όλα τα εν τη αιθούση συγκεντρωμένα πρόσωπα, αλλά και τα έβλεπε καθ' εκάστην σχεδόν, εισήλθε, συνεπώς, μετά της αφελείας ανθρώπου επιστρέφοντος εις δωμάτιον από του οποίου εξήλθε προ μικρού μόλις.
– Ερωτάτε πόθεν έρχομαι; απήντησεν εις σχετικήν ερώτησιν της πρεσβείρας. Εν τοιαύτη περιπτώσει πρέπει να δικαιολογηθώ. Έρχομαι από το «Θέατρον των Κωμωδιών»· το έχω επισκεφθή δι' εκατοστήν φοράν και πάντοτε με νέαν μου ευχαρίστησιν. Είνε απόλαυσις!.. Γνωρίζω ότι τούτο είνε προσβλητικόν δι' εμέ, αλλά στην Όπερα αποκοιμούμαι, ενώ εις την Κωμωδίαν μένω έως ότου πέση η αυλαία και διασκεδάζω.
Βήματα