Μελέται: 10 άρθρα του στον «Νουμά». Dragoumes Ion
είναι καλός, και κουβεντιάζουν και λέγουν. Και τα κυπαρίσσια δεν είναι πένθιμα και οι πέτρινες στήλες των τάφων πέφτουν μία μία και σκεπάζονται, από των ανθρώπων τα βήματα και από το χώμα της βροχής και των άνεμων.
Την ώρα που περπατεί ο κόσμος ο Ελληνικός, ο Τούρκικος, ο Αρμένικος και των Φραγκολεβαντίνων η σάρα, – ανακατωμένοι σαν τα νερά μεγάλου λασπωμένου ποταμού, – στο Σαυροδρόμι, το Φανάρι, είναι ήσυχο και λίγες είναι στις πόρτες οι γυναίκες, λιγοστοί στους δρόμους οι άντρες. Βλέπω κάποιους παπάδες. Οι πλούσιοι έφυγαν· τους τράβηξε η ζωή και πήγαν κ' έφτειασαν καινούρια σπίτια στο Πέρα του Γαλατά. Γι' αυτό τα σπίτια, τα ξύλινα και τα πέτρινα, είναι παλιά και μαυρισμένα στο μεγάλο δρόμο του Φαναριού, – σπίτια που είναι σα να μην κάθεται κανένας μέσα τους, και θέλω να καθίσω εγώ. Τα παράθυρα είναι βυζαντινά και μετρημένα, δροσιά δεν έχει θέση να περάσει, τ' απόγεμα είναι πληχτικά κ' η θάλασσα δε βλέπει τον παλιωμένο δρόμο. Τις ανηφορικές, τις άλλες στράτες, όμως και τα στενά σοκάκια, εκείνα πού και πού τα βλέπει η θάλασσα. Για να νοιώσω λίγη ζωή Ελληνική, τρέχω στα σχολεία· αλλ' είναι κλειστά γιατί είναι καλοκαίρι κ' έχουν τελειώσει τα μαθήματα. Ο καλόγερος, ο διευθυντής, μόνος μ' ένα παιδί φυλάγει τη μεγάλη Σχολή του Γένους. Κ' επειδή είμαι ξένος, ο νέος μ' έδειξε το σχολείο, και ανεβαίνουμε μαζύ στον πύργο τον υπερήφανο, που περνά και σπίτια και μιναρέδες· βασιλεύει ο ήλιος μέσα στους ατμούς, και η φορτωμένη μέρα είναι γεμάτη ζέστη. Και είπα στο νέο: «Ποτέ να μην ξεχάσεις πως ζεις για το Γένος». Μαζί του έπειτα πήγα στην Παναγία τη Μουχλιώτισσα και στο αγίασμα του Άη Γιώργη του Ποτηρά. Ο καντηλανάφτης με πήγε σ' ένα τζαμί εκεί κοντά, που φαίνονται ακόμη μερικά ψηφιδωτά χριστιανικά στο ταβάνι, αλλ' ο χότζας είχε φύγει και κανείς άλλος δεν μπορούσε ν' ανοίξει την πόρτα της παλιάς εκκλησίας. Ακούω φωνές, και τρέχει ο κόσμος, σωρός, παιδιά και άνδρες Τούρκοι. Λέγει ο καντηλανάφτης: «Πυρκαϊά».
Ένα πρωί, στο δρόμο, είδα την κόρη της Ιωνίας, τη μαυροφόρα, εκείνη που μονάχη με είχε φωτίσει στο ταξίδι, όταν η μεγάλη ξεραΐλα μ' έδερνε. Ήθελα να της πω πράγματα ευχάριστα, μα ήταν αλλού ο νους μου, συλλογισμένος, κ' ήμουν σκληρός. Αφού διηγήθηκε κείνη μερικές παλιές θύμησες, της είπα: «Αυτά μας αρέσουν, μα δεν μπορούν να μ' εξηγήσουν τον πόνο μου που βρίσκομαι στην Πόλη. Θέλεις, λες, να γίνεις καλογριά, μα θα ήσουν πιο σύμφωνη με μένα αν ήθελες να μείνεις δασκάλισσα, όπως είσαι, και να δώσεις νέα ζωή, πνοή ελληνική στις Ελληνίδες». Φεύγοντας, με ρώτησε αν θα μπορούσε να με ξαναϊδεί προτού φύγω από την Πόλη. Αποκρίθηκα: «Όχι, γιατί πρέπει να πάω στο Φανάρι σήμερα, και αύριο θα δω τα κάστρα και τους τοίχους, και μεθαύριο θα φύγω». Τότε γύρισε να φύγει· έπεφτε πολύ φως επάνω της, και ήταν λιγνή και κατάχλωμη, το δέρμα της είχε χάσει τη δροσεράδα του, και είπε · «Τότε… χαίρε…» και πέρασε. Ξύπνησε τότε μέσα μου μια λαχτάρα για την περασμένη γνωριμία μας, και με τράβηξε η δυστυχία της, και θέλησα να γυρίσω να της πω να έλθει να με ιδεί όταν θέλει. Και δε γύρισα· κατέβηκα στο Γαλατά, πήρα ένα καΐκι και πήγα στο Φανάρι.
Γνώρισα έναν παπά στο