Μελέται: 10 άρθρα του στον «Νουμά». Dragoumes Ion
έξω από τα τείχη. Πάλι, νεκροταφείο τούρκικο με κυπαρίσσια ήταν απέναντι μου. Πάνω σε μια πλάκα τάφου ήταν ξαπλωμένος ένας σκύλος, σαν ανάγλυφο. Πέρασα, ήταν καταπράσινος ο τόπος από άλλα δέντρα. Δεξιά είδα μιαν άλλη θάλασσα, τον κόλπο τον Κεράτειο. Οι πύργοι ήταν πολυγωνικοί κι ο τοίχος μονός, τώρα, ψηλός και καλοχτισμένος· πέρασα αρκετά μακριά από τους πύργους του Ισαακίου Αγγέλου και του Ανεμά, επειδή ανάμεσα στο δρόμο και στον τοίχο, σε κείνο το μέρος, φυτρώνουν περιβόλια. Ένα δυο σπίτια ξύλινα, σαν κυψέλες γεμάτες ανθρώπους, ήταν κολλημένα στον τοίχο. Κι από την τελευταία πόρτα, προτού φτάσω στη θάλασσα, μπήκα πάλι στην Πόλη. Πέρασα το Γαλατά, τη Βλαχέρνα, το Φανάρι, σ' έναν ατέλειωτο δρόμο, και τα πόδια μου πονούσαν. Το σώμα μου έκαιε και αγέρας δε φυσούσε.
Κοίταξα όλα τα μαυρισμένα σπίτια, για να ιδώ αν είναι βυζαντινά και να ποτιστώ από τον τύπο τους, αλλ' ήμουν κατακομένος, τα μάτια μου πονούσαν κ' έτσουζαν και μου ήρχονταν να πέσω.
Είμαι όλος άρνηση στην Πόλη και αντιλογία. Η διήγηση των άλλων για την Πόλη μου χαρίζει χίλια δώρα και δεν τα δέχουμαι. Η φράση, που την ακούω από μικρός, «Θα πάρουμε την Πόλη», μου λέγει ψέματα. Η Πόλη δεν είναι η Χάλκη, η Πρίγκηπο, τα Θεραπιά, δεν είναι τα Γλυκά Νερά της Ασίας. Η Πόλη δεν είναι οι δερβίσηδες, που άλλοι γυρίζουν σα σβούροι, άλλοι ουρλιάζουν σα λύκοι. Δεν είναι οι χοτζάδες, οι χαμάληδες, οι χανούμισσες, ούτε η πολύχρωμη ανακατωσούρα, που αρέσει μερικών ζωγράφων. Η Πόλη δεν είναι ο Σουλτάνος, το Γιλδίζ, το προσκύνημα, και τα παλάτια του στο Βόσπορο, και οι θησαυροί του στο Σταμπούλ. Ούτε οι Αρμένηδες, ούτε οι Λεβαντίνοι. Η Πόλη δεν είναι ίσως ούτε καν οι Έλληνες οι τωρινοί με το εμπόριό τους, ούτε οι Ελληνίδες που περιφέρουν την παχουλή τους χάρη και τα στολίδια τους στο Σταυροδρόμι, στα θέατρα και στα καφενεία. Ακόμης λιγώτερο είναι η Πρεσβεία και το Προξενείο, που έχουν μεταφερθεί εκεί με άπειρη πεζότητα και γραφειοκρατική ανοστιά από την Ελλάδα. Η Πόλη είναι άραγε πια και το Οικουμενικό Πατριαρχείο;
Πήγαινα κάθε μέρα στο Φανάρι και στην Πόλη την καθαυτό, κ' εκεί έπαιρνα ό,τι εύρισκα δικό μου. Την Αγιά Σοφιά, με το Σταυρό που έκαμα την έκαμα δική μου, την πήρα πίσω τη Μεγάλη Εκκλησιά. Τις εκκλησιές, τις πέτρες και τους πύργους, τα φίλησα, τα τείχη τα αγάπησα μέσα στο λιοπύρι του μεσημεριού. Και σκληρά σκληρά στάθηκα στους ρωσικούς τους λόφους του Άγιου Στέφανου, εκεί που δεν είναι άλλο καλλίτερο μέρος για να σταθεί το Γένος όλο, να κοιτάζει την παρμένη Πόλη. Σκληρότατα οι Ρώσοι ξεδιάλυσαν τα όνειρά μου τα βυζαντικά και μ' έδεσαν αλύπητα με την τωρινή κατάστασή μου. Η Πόλη, δεν είναι η Πόλη όπως την ήξερα· είμαι ε γ ώ. Δεν υπάρχει πια η Πόλη. Στην Πόλη ξύπνησαν και άναψαν μέσα μου όλες οι παλιές οι ταραχές μου και αποκάηκαν, και δεν απόμεινε μέσα μου παρά η στάχτη.
Ήμουν κουρασμένος και ψυχρός, και κοίταζα με απονιά την Πόλη, όταν έβγαινε το πλοίο μου από το Βόσπορο· και ίσως ήμουν έτοιμος να θελήσω μεγάλα έργα ελληνικά για τα ερχόμενα χρόνια.
ΤΟ ΕΘΝΟΣ, ΟΙ ΤΑΞΕΣ ΚΑΙ Ο ΕΝΑΣ
Δημοσιεύτηκε στον αρ. 271 του «Νουμά»