Ιφιγένεια εν Ταύροις: Δράμα σε πράξεις πέντε. Johann Wolfgang von Goethe
tle>
ΠΡΟΣΩΠΑ
Ιφιγένεια
Θόας, βασιλιάς των Ταύρων
Ορέστης
Πυλάδης
Αρκάς
Η σκηνή στο δάσος εμπρός στο ναό της Άρτεμης.
Για τη σκηνή η μετάφραση θεωρείται χειρόγραφο.
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Στους ίσκιους σας ασίγαστες κορφές του παλαιού, ιερού, πυκνόφυλλου άλσους, καθώς και στης θεάς το ατάραχο άδυτο, νιώθω ακόμα την ίδια ανατριχίλα, πρώτη φορά που τα πατώ σα νάταν, κι ο νους μου εδώ δε συνηθίζει. Τόσους χρόνους κρυμμένη με κρατεί εδώ τώρα μια θέληση υψηλή, που εμπρός της σκύβω• μα πάντα μένω ξένη, όπως στο πρώτο. Τι αχ! με χωρίζει απ τους καλούς μου η θάλασσα, και μακρές μέρες στέκω στο ακρογιάλι, με την ψυχή ζητώντας των Ελλήνων τη χώρα• και το κύμα μόνο κούφια βογκώντας μου απαντά στους στεναγμούς μου. Αλί του, από γονιούς μακριά κι αδέρφια που έρμη ζωή περνά! Του τρώγ' η λύπη την πιο γλυκειά χαρά μπροστά στα χείλη. Πάντα πίσω πετούν οι στοχασμοί του στις πατρικές στοές, όπου το πρώτο τον ουρανό τού άνοιξε μπρος του ο ήλιος, όπου τ' αδέρφια, παίζοντας, ολοένα πιο σφιχτά με γλυκούς δεσμούς δένονταν. Με τους θεούς δεν πιάνομαι• όμως είναι αξιολύπητη η θέση της γυναίκας. Στο σπίτι και στον πόλεμο ο άντρας άρχει, και στα ξένα δε χάνεται• τον πλούτο αυτός χαίρεται, αυτόν δοξάζ' η νίκη! και τιμημένο τέλος τον προσμένει. Πόσο στενή είναι η τύχη της γυναίκας! Απότομο άντρα να υπακούη της είναι παρηγοριά μαζί και χρέος• αλί της αν τη ρίξη στα ξένα ενάντια μοίρα! Κ' εμέ εδώ ο Θόας, άντρας γενναίος, μ' έχει σε σοβαρά, ιερά δεσμά σκλαβώσει. Ω, με ποια μου ντροπή, θεά, το λέω πως απρόθυμα μέσα μου δουλεύω τη σώτειρά μου εσέ! Με θέλησή μου έπρεπε τη ζωή μου να σου τάξω. Πάντα έλπισα σ' εσέ κ' ελπίζω ακόμα σ' εσέ, Άρτεμη, που εμένα τη διωγμένη κόρη του βασιλιά του πιο μεγάλου στην ιερή, απαλή σου αγκάλη πήρες. Ναι, του Δία κόρη, αν τον τρανό τον άντρα, που παίδεψες την κόρη του απαιτώντας, αν το θεϊκό Αγαμέμνονα, που σου έχει προσφέρει στο βωμό το πιο ακριβό του, από της Τροίας τα γκρεμισμένα τείχη στην πατρίδα τον γύρισες με δόξα, τη συμβία, την Ηλέκτρα και το γιο, τους θησαυρούς του αν του έχης φυλαγμένους: γύρνα και μένα εκεί και λύτρωσέ με, ως μ' έχεις απ το θάνατο λυτρώσει, κι απ' αυτή τη ζωή, θάνατον άλλο.
ΣΚΗΝΗ Β'
Ιφιγένεια. Αρκάς.
ΑΡΚΑΣ. Να χαιρετήσω ο βασιλιάς με στέλνει της Άρτεμης την ιέρεια. Αυτή είν' η μέρα, που οι Ταύροι ευχαριστούνε τη θεά τους για θαυμαστές καινούριες νίκες. Τρέχω μπροστά απ το βασιλιά κι απ το στρατό, να μηνήσω: ο ένας φτάνει, ο άλλος σιμώνει.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Με προθυμία θα τους δεχτούμε, ως πρέπει• κ' η θεά μας προσμένει μ' ίλεο βλέμμα καλόδεχτη θυσία απ του Θόα το χέρι.
ΑΡΚΑΣ. Της ιέρειας και γώ ας έβρισκα το βλέμμα, της τιμημένης κι άξιας, το βλέμμα σου, πιο ξάστερο, πιο φωτεινό, άγια κόρη, οιωνό καλό σ' όλους εμάς! Ακόμα η θλίψη όλη μυστήριο σου σκεπάζει τα βάθη• μάταια χρόνους καρτερούμε απ το στήθος σου λόγο εμπιστεμένο. Όσο στο μέρος τούτο σε γνωρίζω, είναι το βλέμμ' αυτό, που εμπρός του πάντα τρέμω• και σα με σίδερα η ψυχή σου μένει δετή στα τρίσβαθα του στήθους.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Στην ορφανή κ' εξόριστη όπως πρέπει.
ΑΡΚΑΣ. Λοιπόν εδώ ορφανή κ' εξόριστ' είσαι;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Μπορούν πατρίδα να γενούν τα ξένα;
ΑΡΚΑΣ. Μα εσένα ξένη σου έγινε η πατρίδα.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Γιαυτό κ' η ματωμένη μου καρδιά δε γαίνει. Ότι η ψυχή στα πρώτα νιάτα με πατέρα, μητέρα και μ' αδέρφια εδέθη, ότι τα νέα βλαστάρια, ταίρι γλυκό, από των παλιών κορμών τη ρίζα τον ουρανό να φτάσουν θέλαν, ξένη αχ! μ' άδραξε κατάρα, απ τους καλούς μου με χώρισε, τον όμορφο δεσμό με σιδερένιο έσπασε χέρι. Πάει της νιότης η χρυσή χαρά, παν τ' άνθια των πρώτων χρόνων. Κι αν λυτρώθηκα, ήμουν ίσκιος μου μόνο• ο δροσερός ο πόθος της ζωής δεν ανθεί μέσα μου πάλι.
ΑΡΚΑΣ. Δυστυχισμένη τόσο αν λες πως είσαι, αχάριστη μπορώ να σ' ονομάσω.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Χάρη σας έχω πάντα.
ΑΡΚΑΣ. Όχι την τέλεια, που η ευεργεσία ζητά• το φαιδρό βλέμμα, που μαρτυρά ζωή ευχαριστημένη και πρόθυμη καρδιά στον ευεργέτη. Όταν μια μοίρα όλη βαθύ μυστήριο στο ναό σ' είχε φέρει εδώ και χρόνια, σ' εδέχτη ο Θόας με σέβας και μ' αγάπη, σα μια σταλμένη απ τους θεούς, και τούτος ο γιαλός, που των ξένων τρόμος ήταν, σ' εσέ καλός, φιλόξενος εστάθη. Πριν σου κανείς δεν πάτησε τον τόπο χωρίς θυσία, κατά συνήθεια αρχαία, στης Άρτεμης να πέση το ιερό.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ζωή δεν είναι μόνο ν' ανασαίνης. Ζωή είν' αυτή, που στο ιερό θλιμμένη περνώ, σα γύρω από τον τάφο του ίσκιος; Και να την πω ζωή χαρούμενη, όταν κάθε μια μέρα, σε όνειρα χαμένη, για τις θαμπές μας ετοιμάζει εκείνες μέρες, που, λησμονώντας τον εαυτό του, των πεθαμένων το θλιμμένο πλήθος στης Λήθης το γιαλό γιορτάζει; Μάταιη ζωή είναι τέλος πρώιμο• αυτή είν' η μοίρα της γυναικός και πιο πολύ η δική μου.
ΑΡΚΑΣ. Τη γενναία σου την έπαρση, ο εαυτός σου να μη σου αρκή, τη συχωρώ, όσο κι αν σε κλαίω, που τη χαρά να ζης σου κλέβει. Τίποτ' εδώ δεν έκαμε ο ερχομός σου; Του βασιλιά ποιος φαίδρυνε τη θλίψη; Ποιος με γλυκειά πειθώ χρόνο με χρόνο την παλιά σκληρή εμπόδισε συνήθεια, κάθε ξένος ν' αφήνη στο βωμό της Άρτεμης θυσία τη ζωή του, κι από το βέβαιο