Ιφιγένεια εν Ταύροις: Δράμα σε πράξεις πέντε. Johann Wolfgang von Goethe
Την ψυχή μου απ το φόβο αν λύση πρώτα.
ΑΡΚΑΣ. Γιατί κρύβεις το γένος σου από κείνον;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Γιατί στην ιέρεια το μυστήριο αρμόζει.
ΑΡΚΑΣ. Στο βασιλιά δεν έπρεπε μυστήριο τίποτε νάναι• κι αν δεν το γυρεύη, βαθιά το νιώθει στην τρανή ψυχή του προσεχτικά πως κρύβεσαι από κείνον.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Τρέφει θυμό λοιπόν για με και κάκια;
ΑΡΚΑΣ. Έτσι δείχνει. Σωπαίνει και για σένα• από κάποια όμως λόγια του πιστεύω πως του έχει την ψυχή κυριέψει ο πόθος να σε αποχτήση. Μη, ω μην τον αφίνης στον εαυτό του μόνο! η οργή στο στήθος μην του ωριμάση και σου φέρη τρόμο, κι αργά θα θυμηθής μετανιωμένη τα πιστά μου τα λόγια.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Πώς; Στο νου του ο βασιλιάς βάζει ό τι γενναίος άντρας, που αγαπά τ' όνομά του και στο σέβας των ουράνιων το στήθος του δαμάζει, δε θάβαζε ποτέ; Λέει να με σύρη απ το βωμό στην κλίνη του με βία; Τότε όλους τους θεούς καλώ και πρώτη την τολμηρή την Άρτεμη, που σκέπη της ιέρειας της θα δώση κ' η παρθένα θα σώση με χαρά μια άλλη παρθένα.
ΑΡΚΑΣ. Ησύχασε! Και νέο ορμητικό αίμα το βασιλιά σε πράξη δεν τον σπρώχνει παράβολη ως αυτή. Απ το στοχασμό του κάποια άλλη σκληρή απόφαση φοβούμαι, που ακράτητος στο πλήρωμα της θάναι: γιατί στεριά είναι, αλύγιστη η ψυχή του. Για τούτο σε ικετεύω, δώσ' του πίστη, δείξε του χάρη, αν άλλο δεν μπορής.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ω πες ό τι άλλο ξέρεις.
ΑΡΚΑΣ. Απ τον ίδιον μάθε το! Έρχεται, βλέπω, ο βασιλιάς. Τον τιμάς, κ' η καρδιά σου σε προστάζει να τον δεχτής γλυκά κ' εμπιστεμένα. Σ' ένα γενναίον άντρα ανοίγει δρόμους της γυναίκας καλός λόγος. (Φεύγει.)
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ (μένη). Δε βλέπω πως του πιστού τη συμβουλή ν' ακούσω. Μα πρόθυμα υπακούω στο χρέος, λόγο γλυκό να πω του βασιλιά για ό τι καλό μου έκαμε. Κ' είθε να μπορούσα να πω με αλήθεια του ισχυρού ό τι ορέγεται.
ΣΚΗΝΗ Γ'
Ιφιγένεια, Θόας.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Βασιλικά αγαθά η θεά ας σου δίνη! Ας σου χαρίζη νίκη, δόξα, πλούτο και την ευδαιμονία των δικών σου! Κάθε ευλαβή σου πόθο ας τον ακούση! Συ, στους πολλούς που μ' έννοια βασιλεύεις, και πιο πολλή να χαίρεσαι ευτυχία.
ΘΟΑΣ. Μου φτάνει αν ο λαός μου με δοξάζη: Ό τι κέρδισα εγώ, το χαίροντ' άλλοι περσότερο από με. Πιο ευτυχισμένος, ή βασιλιάς ή ο τελευταίος, είναι την προκοπή στο σπίτι του όποιος έχει. Συμπόνεσες τη μαύρη θλίψη μου, όταν των εχτρών το σπαθί απ το πλάι το γιο μου το στερνό, τον καλύτερο, μου πήρε. Όσο είχα την εκδίκηση στο νου μου, την ερμιά του σπιτιού δεν αισθανόμουν μα τώρα ησυχασμένος που γυρίζω, το κράτος τους ερείπια, εκδικημένος ο γιος μου, τι στο σπίτι θα μ' ευφράνη; Η φαιδρή υπακοή, που τη θωρούσα μια φορά να κοιτά από κάθε μάτι, τώρα έσβησε απ την έννοια και τη θλίψη. Ο καθένας στοχάζεται το μέλλον και στον άτεκνο ακούει μόνο από χρέος. Και τώρα στο ναό αυτόν μπαίνω, που ήρθα συχνά για νίκη να δεηθώ, ή για νίκη να ευχαριστήσω. Παλιόν πόθο τρέφω μέσα στο στήθος, που άγνωστος και σένα δε σου είναι, ούτε ανεπάντεχος. Ελπίζω για καλό του λαού μου και δικό μου, στην κατοικία μου νύφη να σε φέρω.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ω βασιλιά, στην άγνωστη προσφέρεις πολλά. Μπροστά σου με ντροπή η φευγάτη στέκει, που εδώ άλλο δε ζητά απ τη σκέπη και τη γαλήνη, που της έχεις δώσει.
ΘΟΑΣ.