Ιφιγένεια εν Ταύροις: Δράμα σε πράξεις πέντε. Johann Wolfgang von Goethe
το όχι μόνο ακούει.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Δεν είναι λόγια αυτά να σε πλανέσουν• σου έχω ανοίξει το βάθος της καρδιάς μου. Και δεν το νιώθεις μόνος με τι τρόμο πρέπει να λαχταρώ για τον πατέρα, τη μητέρα, τ' αδέρφια; Στις αρχαίες στοές, που κάπου κάπου μόνο η θλίψη σιγολέει τ' όνομά μου – σαν τριγύρω σε νεογέννητη νάπλεκε από στύλο σε στύλο τα πιο ωραία η χαρά στεφάνια. Ω αν μ' έστελνες εκεί μ' ένα σου πλοίο, θάδινες νέα ζωή σε με και σ' όλους!
ΘΟΑΣ. Τότε γύρνα! Ότι λέει η καρδιά σου κάμε• μην ακούς τη φωνή της φρονιμάδας! Γυναίκα ας είσαι σ' όλα, στην ορμή παραδώσου που ακράτητα σε αρπάζει και δω και κει σε σέρνει! Όταν τους καίη στα στήθη η επιθυμιά, ιερός κανένας δεν τις κρατεί δεσμός απ τον προδότη, που απ την πιστή, δοκιμασμένη αγκάλη του αντρός ή του πατέρα τις πλανεύει. Μα σα σιγά στα στήθη η γοργή φλόγα, η χρυσή γλώσσα της πειθώς του κάκου βάζει πιστά τη δύναμή της όλη.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Το γενναίο σου το λόγο, ω βασιλιά, θυμήσου! Έτσι την πίστη μου ανταμείβεις; Έτοιμος ήσουν να τ' ακούσης όλα.
ΘΟΑΣ. Ν' ακούσω ανέλπιστα έτοιμος δεν ήμουν έπρεπε όμως κι αυτά να τα προσμένω: δεν ήξερα γυναίκα ότ' είχα μπρος μου;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ω βασιλιά, μη βρίζης το φτωχό μας γένος! Όχι λαμπρά, σαν τα δικά σας, μα κι αγενή δεν είναι της γυναίκας τα όπλα. Πίστεψέ με, το καλό σου μπορώ κάλλιο από σε να το γνωρίζω. Θαρρείς, δίχως εσέ ούτ' εμέ να ξέρης, ένας δεσμός στενώτερος μπορούσε σ' ευτυχία να μας ένωνε. Όλος θάρρος και θέληση καλή απαιτείς να στρέξω• μα οι θεοί χάρη ας έχουν, που μου δώσαν τη σταθερότη αντίσταση να φέρω σ' ένα δεσμό, που εκείνοι δεν τον θέλουν.
ΘΟΑΣ. Δε μιλούν οι θεοί, μιλεί η καρδιά σου.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Με την καρδιά μας μόνο μας μιλούνε.
ΘΟΑΣ. Να τους ακούω δικαίωμα εγώ δεν έχω;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Την απαλή φωνή την πνίγ' η μπόρα.
ΘΟΑΣ. Η ιέρεια τάχα μόνη την ακούει;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ο βασιλιάς ας την προσέξη πρώτος.
ΘΟΑΣ. Τ' άγια σου χρέη και το δικαίωμα, πούχεις κληρονομιά στου Δία τα δείπνα, πλέον σιμά σε φέρνουν στους θεούς παρά έναν της γης άγριο γιό.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Έτσι μου πληρώνεις μια εμπιστοσύνη με τη βία παρμένη!
ΘΟΑΣ. Είμ' άνθρωπος• και κάλλιο να τελειώνουμε. Τούτη είναι η απόφασή μου: Ιέρεια μείνε της θεάς, καθώς σ' έχει διαλεγμένη. Αλλά η θεά και μένα ας συχωρέση, που μ' άδικο και βάρος στην ψυχή μου της κρατώ τις παλιές θυσίες ως τώρα. Ξένος κανείς εδώ άβλαβος δε φτάνει• παλαιόθε ο θάνατος του βέβαιος ήταν. Μα εσύ με μια γλυκάδα, που χαιρόμουν βαθιά σ' αυτή να βλέπω μια της κόρης αβρή στοργή, μια της μνηστής αγάπη κρύφια, εσύ, σα να μ' έδεσες με μάγια, το χρέος μου μ' έχεις κάμει να ξεχάσω. Νανουρισμένα είχες τα φρένα μου. ώστε το γογγυσμό δεν άκουα του λαού μου• τώρα το κρίμα για το πρώιμο τέλος του γιού μου κράζουν δυνατώτερα όλοι. Πια δεν κρατώ για χάρη σου το πλήθος, που βιαστικά γυρεύει τη θυσία.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Ποτέ δεν τόχω χάρη μου απαιτήσει• τους ουράνιους δε νιώθει όποιος νομίζει πως διψούν αίμα• μόνο τις δικές του σκληρές ορμές τους δίνει. Δε με πήρε μόνη η θεά απ τον ιερέα; Της ήταν το έργο μου πιο ωραίο απ το θάνατό μου.
ΘΟΑΣ.