Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες. Eftaliotis Argyris
κλάμα. Σα να τάβρισκε ως τόσο παιδακίσια τα δάκρια σε τέτοια σκληρή συφορά.
Τα σφουγγίζει μάνι μάνι με την ποδιά της, και μπαίνει σε βαθεια συλλογή. Αμίλητη, ανάκουγη, ασάλευτη, και μήτε ανασασμό. Κ' εκεί που κάθουνταν έτσι, αθώρητη κι αγνώριστη ζουγραφιά, ακούγει ποδοβολητό αποκάτω. Κάμνει πως σκύβει, και βλέπει δυο λεβέντηδες κι ανεβαίνουν το μονοπάτι, τα τουφέκια στον ώμο. Είταν ο αδερφός του Πανάγου ο Γιάνης κι ο αξάδερφός του ο Μιχάλης. Βγαίνανε στους λαγούς. Αποσταμένοι κ' οι δυο τους με τον ανήφορο, ανεβαίνανε σιγανά σιγανά. Δυό τρεις στιγμές ακόμα, κι αντιδιαβαίνει και τρίτος. Είταν ο Πανάγος. Ίσια ίσια την ώρα που συφώνησε νανταμώση την Ασήμω στην πέρα τη μεριά του χωριού, κατά το χτήμα του. Φριχτή ανατριχίλα την έπιασε τη λυσσασμένη μαζώχτρα. Της ήρθε ναρπάξη λιθάρι και να το κατρακυλήσει καταπάνω του. Αποτραβιέται δυο βήματα παραπίσω, μην τύχη και τηνε δη. Έτσι, σα να το σκόπευε κιόλας. Πέρασε ως τόσο ο Πανάγος άβλαβος κι άγκιχτος, κ' έμεινε η Ασήμω στεκάμενη ακόμη στ' απλάδι σαν παραλογιασμένη, σαν υπνοβάτρα που έννοιωθε και δεν έννοιωθε. Υπνοβάτρα που κάποιου φοβερού βραχνά προσταγή λες κι άκουγε μες στον παραδαρμένο της νου. Κάτι που καταντούσε στιγμή με τη στιγμή από υπνοφαντασιά στοχασμός, κι από στοχασμός μελετημένη απόφαση. Να τον παιδέψη με τρόπο χίλιες φορές πιο σκληρότερο από 'να παλιολίθαρο· να του κρυφοχύση στα σπλάχνα του αρρώστια αγιάτρευτη, στρίγλα να γίνη και να γεμίση το σπιτικό του ρήμαξη και θανατικό, κι όχι με δυσκολόβρητα βότανα και μαμούνια, παρά με μόνο το φοβερό φαρμάκι της γλώσσας της.
Έφεγγε πια τώρα στο μέτωπό της κάποια παρηγοριά. Σαν αχτίδα της κατέβηκε από κόσμους μυστικούς και τη μέρεψε. Δεν ψυχοπονούσε πια η Ασήμω. Όχι δα και πως γιατρεύτηκε μια και καλή ο βαθυρρίζωτος πόνος της, μα σκάλιζε σκάλιζε μες στα πικραμμένα της φυλλοκάρδια, βρήκε κι έβγαλε αξετίμωτο βάλσαμο, την εγδίκηση, τη γυναικίσια την εγδίκηση, που τύφλα νάχη μπροστά της το πιο φαρμακωμένο χαντζάρι ή το πιο αλάθευτο βόλι.
Φείδι πια τώρα ωριόπλουμο και μυριολύγιστο το κορμί της, τίγρη το μάτι της, μάγισσα το πονηρό της χαμόγελο, νυχτονεράιδα το σύνολό της, καθώς ροβόλαγε πίσω κατά το χωριό.
Βρέθηκε στη γειτονιά της ό,τι σκοτείνιαζε. Όλες γυρισμένες και μαζωμένες στις θύρες τους νακούσουνε τα μαντάτα, να πουν το κοντό τους και το μακρύ τους απάνω σε καθετίς, ως και για τα μελλούμενα του νησιού.
Σώπασαν όλες και κρυφοχαμογελούσανε βλέποντας η μια την άλλη μαριόλικα, καθώς είδαν την Ασήμω κι αντιδιάβαινε. Εκείνη όμως, ταυτί της τώρα δεν έδρωνε. Ένα μαζί τους έτοιμη να παραβγή κ' η Ασήμω στα ξεφωνητά και στα γέλοια.
– Μπα! Τάχατες πρωταπριλιάτικη μας την έπαιζες χειμωνιάτικο τις προάλλες, και μας βγαίνεις έτσι ξένοιαστη τώρα, σα να μην έγινε τίποτις; της λέει μια από τις πιο γνώριμές της.
– Μωρή, και δεν το χαίρεσαι που πήγαινα να πιαστώ απατή μου στα βρόχια του, παρά φοβήθηκες μην τύχη και γελάστηκες; σκύβει και της λέει της φιλενάδας εκεί που καθότανε με δυο άλλες στο κατώφλι της πόρτας της ανακούρκουδα, καταπώς κάμνουν οι χωριανές.