Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες. Eftaliotis Argyris
κι αν είνε αλήθεια, τους έφαγα και τους δυο.
– Τρέχα το λοιπόν και στήνε παγίδες. Το πολύ θα περάσουμε άλλη μιαν άτιμη μέρα.
– Ως τη νύχτα θα το ξέρουμε. Ή ζωή ή θάνατος.
Και παίρνει δρόμο ο Μιχάλης, αφίνοντας πίσωθε το Δημήτρη.
Είτανε να τονε λυπάσαι το χρυσόκαρδο το Μιχάλη.
Τρία χρόνια τώρα παντρεμένος, τρία χρόνια το σπιτικό του παράδεισος, με την ακριβή του Βασιλική, δυνατόγνωμη θα πης γυναίκα – και κάμποσο αντρίκια, όσο εκείνος πάλε είτανε μαλακόκαρδος και καλόβολος, όμως με τετρακόσα πάντα κι αυτός. Ως τόσο μάλαμα η ζωή τους, κι ας κυβερνούσε η γυναίκα και παραπάνω. Ταίριαζαν και τα γούστα τους. Ως και στο καλοφάγι την ίδια όρεξη είχαν. Κι όσο για πίστη κι αγάπη, πέτρα μονάχη η καρδιά της. Και τώρα, λέει, μόνο και μόνο γιατί ξεπρόβαλαν οι παλιόγλωσσες και τους κατατρέχουνε, να πηγαίνη, λέει, στο καθάριο του σπίτι και να στήνη τέτοιες βρωμοπαγίδες! Και να το μυρίζουνταν η Βασιλική, τι θεριό θα γινότανε! Και με το δίκιο της η κακόμοιρη, που την καταχώνιασε κι αυτήν ο απόνετος ο κόσμος μες στην καταβόθρα της ατιμίας, μαζί με τόσες και τόσες άλλες, δίχως να φταίγη, δίχως μήτε να τονειρεύεται!
Είτανε να τονε λυπάσαα τον κακότυχο το Μιχάλη.
Πήγε κι αντάμωσε πρώτα τον Πανάγο στα δέντρα του. Του λέει να περάση στις έντεκα ώρες το βράδυ από το σπίτι του και να βγούνε στους λαγούς. Όμορφη βραδινή, και το φεγγάρι μισόγεμο.
– Αμέ, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Πανάγος με το στοχαζούμενό του χαμόγελο, και καμώνοντας πως ξύνει το κεφάλι του κατά το δεξί του αυτί, έτσι από λεβεντιά.
Από του Πανάγου τα δένδρα ίσια σπίτι του ο Μιχάλης.
Έμπαινε σα φταιξιάρης, δέκα ώρες απάνω κάτω. Λέει της Βασιλικής
– Βασίλω, απόψε πάω στους λαγούς με τον Πανάγο μαζί. Του είπα νάρθη εδώ στις έντεκα. Τώρα είνε δεν είνε δέκα. Σέρνω εγώ κι αναβαίνω το βουνό, και πες του, σαν έρθη, να μ' ανταμώση εκεί που πήγαμε τη δευτέρα. Εκείνος ξέρει.
– Καλά, Μιχάλη μου, και σαν τι ώρα να βάλω τραπέζι;
– Αι, τη συνηθισμένη μας ώρα. Κράτησε ως τόσο μέσα το σκύλο, να τονε φέρη ο Πανάγος. Ανίσως και με χάση ο ένας, να με βρη ο άλλος.
Και με το τουφέκι στον ώμο βγαίνει και κλει την πόρτα ο Μιχάλης.
Παράπλευρα του σπιτιού, ως δέκα βήματα μακριά, είχε είδος αχούρι, σιτοβολώνα, κι αμπάρι ο Μιχάλης για τις ελιές. Εκεί μέσα κρυφοχώνεται, κλειέται, κι απαντέχει τον Πανάγο, τηρώντας από τις χαραμάδες, να δη το τι θα κάμη. Θάμπη μέσα, ή θα πάρη ίσια το βουνό;
Πότε του ερχόντανε γέλοια με την κουταμάδα του, και πότε ραγίζουνταν τα συκώτια του ανιστορώντας το τι λυπητερή δουλειά καταπιάστηκε. Ώρα είνε και θα περάση, μουρμούριζε ο δύστυχος κ' ησύχαζε. Μετά πολλά πέρασε η άχαρη αυτή ώρα.
Έρχεται ο Πανάγος με το τουφέκι στις έντεκα, και φωνάζει από μακριά το Μιχάλη. Ανοίγει η Μιχάλαινα την πόρτα, και καθώς ξεχύμιξε ο Πιστός και τον έγλειφε, του έλεγ' εκείνη πως ο Μιχάλης ξεκίνησε τώρα και μιαν ώρα και τον απαντέχει στο βουνό απάνω.
– Και γιατί δεν μπαίνεις μια στιγμή μέσα; ξαναλέει η Βασιλική.
Αναφτερούγιασε από τρόμο ο Μιχάλης σαν τάκουσε το κάλεσμ' αυτό της Βασιλικής, και μόνο που δεν έπεσε χάμω.
– Όχι·