Ο Βίος του Χριστού. Farrar Frederic William
εις τα δροσερά, νάματα της προαιωνίου πηγής, εις το κάλλος των ορεινών κρίνων, εις τους κρωγμούς τους ακουομένους από τας φωλεάς των κοράκων, – ο Ιησούς εύρισκε τροφήν δι' ωραίας παρομοιώσεις και διά πνευματικάς σκέψεις.
Δεν πρέπει να λησμονώμεν το γεγονός, ότι κατά τα σιωπηλά, κατά τα αφανή εκείνα έτη του βίου του, επετέλεσε μέγα μέρος του έργου αυτού. Όχι μόνον «περιεζώνετο την ρομφαίαν του εις τον μηρόν», κατά την ρήσιν των ψαλμών, αλλά και την εχειρίζετο εις ένα αμείλικτον και ακατάπαυστον πόλεμον εναντίον του πειρασμού. Η αθόρυβος αυτή πάλη, καθ' ην δεν ακούεται των όπλων η κλαγγή, αλλ' εις την οποίαν οι αγωνιζόμενοι καθ' ημών είνε τόσον μάλλον τρομεροί, όσον είνε αφανείς, διεξήγετο καθ' όλην την μακράν περίοδον του πρώτου σταδίου της ζωής του. Κατά τα έτη εκείνα «ήρξατο ποιείν» πολύ προτού αρχίση «πράττων» (Πρ. Απ. 1, 1). Ήσαν έτη αναμαρτήτου παιδικής ηλικίας και αναμαρτήτου νεότητος και αναμαρτήτου ωριμότητος, καταναλωθέντα εν ταπεινοφροσύνη, εργασία, ασημότητι, ευπειθεία, αυταρκεία, προσευχαίς, – έτη μιας ζωής καθισταμένης αιώνιον παράδειγμα εις όλον το ανθρώπινον γένος. Δεν δυνάμεθα να τον μιμηθώμεν εις τας ενασχολήσεις της περιόδου της διδασκαλίας του, ουδέ δύναται να υπάρχη ομοιότης μεταξύ των περιστατικών του εξωτερικού βίου του καθ' όλην εκείνην την θριαμβευτικήν τριετίαν, και των περιστατικών της ιδικής μας ζωής. Η μεγάλη όμως πλειονότης των ανθρώπων προωρίσθη θεία βουλήσει εις ένα βίον κοινόν και αδιατάρακτον, όστις αναλογεί προς τα τριάκοντα έτη, άτινα διήλθεν ο Ιησούς εν αφανεία· και η καθ' όλην την τριακονταετίαν ταύτην ζωή του είνε δι' ημάς σωστικόν παράδειγμα περί του πώς πρέπει να ζώμεν. «Και σημειώσατε, – λέγει ο άγιος Ευτύχιος της Δυτικής Εκκλησίας, – ότι το γεγονός, ότι ουδέν έπραξε θαυμαστόν καθ' όλον τούτο το χριστιανικόν διάστημα, είνε αυτό καθ' εαυτό θαύμα. Και όπως υπήρχε δύναμις εις την δρασίν του, ούτω υπήρχε δύναμις και εις την σιωπήν του, την αδράνειάν του, την απομόνωσίν του. Ο Βασιλεύς ούτος του κόσμου, όστις έμελλε να διδάξη πάσαν αρετήν, και να μας διδάξη τον τρόπον του ζην, ήρχισε πρώτος να εφαρμόζη τας αρχάς του εναρέτου βίου, τον οποίον ήλθε να διδάξη, αλλά κατά θαυμαστόν, ανεξερεύνητον και έως τότε πρωτάκουστον τρόπον».
Η παρουσία του εις την ήρεμον εκείνην οικογενειακήν εστίαν επλήρου αυτήν ευδαιμονίας και μακαριότητος. Η ώρα της πάλης, η ώρα της ρομφαίας, η ώρα καθ' ην πολλοί εν Ισραήλ έμελλον ν' ανυψωθούν ή να πέσουν εξ αιτίας του, η ώρα ότε αι σκέψεις πολλών καρδιών έμελλον ν' αποκαλυφθούν, η ώρα κατά την οποίαν η βασιλεία των ουρανών επέπρωτο να υποστή την βίαν, δεν είχεν ακόμη σημάνει. Εις πάντα οικογενειακόν κύκλον η ευμενής επίδρασις μιας αγαπώσης ψυχής αρκεί, όπως εμφυσήση εις αυτόν άρρητον γαλήνην. Έχει θωπευτικήν και παρήγορον δύναμιν, όπως αι ακτίνες του ηλίου. Ουδέν κοινόν, ουδέν τυραννικόν, ουδέν ανήσυχον δύναται ν' αντιπαλαίση τελεσφόρως προς την ευεργετικήν γοητείαν της· ουδεμία παρατονία δύναται να διαταράξη την βασιλεύουσαν αρμονίαν. Αλλ' ο οίκος του Ιησού δεν ήτο εκ των κοινών οίκων. Με τον Ιωσήφ, όστις