Ο Αγαθούλης. Voltaire
χωρίς να ξέρει για πού, κλαίοντας, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, στρέφοντας τα συχνά προς τ' ωραιότερο των παλατιών, που είχε μέσα του την ωραιότερη από τις βαρωνέσσες. Κοιμήθηκε νηστικός μέσα στους αγρούς ανάμεσα σε δυο αυλάκια· το χιόνι έπεφτε σε μεγάλες τουλούπες. Ο Αγαθούλης καταμουσκεμένος, εσύρθηκε την άλλη μέρα προς την γειτονική πόλη Βαλντμπεργ- κοφφ-τραρμπει-ντικντόρφφ, απένταρος, πεθαμένος από πείνα και κούραση. Σταμάτησε θλιβερά στην πόρτα μιας ταβέρνας. Δυο άνθρωποι, ντυμένοι γαλάζια, τον παρατήρησαν:
– Σύντροφε, λέγει ο ένας, να ένας νέος πολύ καλοφκιασμένος και που έχει το απαιτούμενο ανάστημα.
Προχώρησαν προς τον Αγαθούλη και τον πήραν να δειπνήση με πολλήν ευγένεια.
– Κύριοι, τους είπε ο Αγαθούλης με γοητευτική μετριοφροσύνη, μου κάμνετε πολλή τιμή, μα δεν έχω να πληρώσω το ρεφενέ μου.
– Α! κύριε, του είπε ο ένας από τους γαλάζιους, οι άνθρωποι του δικού σου αναστήματος και της δικιάς σου αξίας δεν πληρώνουν ποτές τίποτε. Δεν είσασθε ψηλός πέντε πόδια και πέντε δάχτυλα;
– Μάλιστα, κύριοι, αυτό είναι το ανάστημά μου, είπε κάμνοντας μίαν υπόκλιση.
– Α! Κύριε, καθήστε στο τραπέζι· όχι μονάχα θα πληρώσουμε για σας, μα δε θα δεχτούμε ποτές ένας άνθρωπος σαν και σας να μην έχει χρήματα. Οι άνθρωποι είναι κανωμένοι ν' αλληλοβοηθιούνται.
– Έχετε δίκαιο, είπεν ο Αγαθούλης· αυτό μούλεγε πάντα ο κύριος Παγγλώσσης και παρατηρώ καλά, πως όλα είναι άριστα.
Τον παρακάλεσαν να δεχτή λίγα σκούδα. Τα παίρνει και κάνει να δώσει απόδειξη, αλλά κείνοι δεν το επιτρέπουν και κάθουνται στο τραπέζι.
– Δεν αγαπάτε τρυφερά…;
– Ω! ναι, απάντησε, αγαπώ τρυφερά τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.
– Όχι, είπε ο ένας από τους κυρίους, σας ρωτούμε, αν αγαπάτε τρυφερά τον βασιλέα των Βουλγάρων.
– Καθόλου, απάντησε κείνος, γιατί δεν τον είδα ποτέ!
– Πώς! είναι ο πιο χαριτωμένος από τους βασιλιάδες και πρέπει να πιούμε στην υγειά του.
– Ω! με πολλήν ευχαρίστησι, κύριοι.
Και ήπιε.
– Αυτό φτάνει, του είπαν, ιδού εσείς στήριγμα, υπερασπιστής, ήρως των βουλγάρων! Εκάματε την τύχη σας και εξασφαλίσατε τη δόξα σας.
Του βάζουν αμέσως τα σίδερα στα πόδια και τον πάνε στο σύνταγμα. Τον βάζουν να κλίνη δεξιά, αριστερά, να βγάζη την τουφεκόβεργα, να ξαναβάζη την τουφεκόβεργα, να πέφτη πρηνηδόν, να πυροβολή, να περπατή γρήγορα και του δίνουν τριάντα ξυλιές· την επομένη κάμνει την άσκηση του κάπως λιγώτερο άσκημα και τρώει μόνο είκοσι ξυλιές· τη μεθεπομένη του δίνουν μόνο δέκα και θεωρείται από τους συντρόφους του ως θαύμα.
Ο Αγαθούλης τάχε χάσει και δεν καταλάβαινε καθόλου πως ήτανε ήρωας. Ένα ωραίο ανοιξιάτικο πρωί αποφάσισε να πάει να περπατήση, βαδίζοντας ολόισα μπροστά του, και πιστεύοντας πως ήτανε προνόμιο του ανθρωπίνου γένους, καθώς και του ζωικού, να μεταχειρίζονται τα πόδια τους, όπως τους αρέσει. Δεν είχε κάμει δυο λεύγες και να τέσσερις άλλοι ήρωες έξ ποδιών ύψους τον πλησιάζουν, τον δένουν και τον πάνε σε μια φυλακή. Τον