Ο Αγαθούλης. Voltaire
για τις αιτίες και τ' αποτελέσματα. Πέρασε πάνω από τους σωρούς των σκοτωμένων και κείνων που ξεψυχούσαν κ' έφτασε πρώτα σ' ένα γειτονικό χωριό. Ολόκληρο ήτανε στάχτη. Ήταν ένα χωρίο αβαρικό, που οι Βούλγαροι τόχαν κάψει, σύμφωνα με τους νομούς του δημοσίου δικαίου. Εδώ γέροι κατατρύπιοι από σφαίρες, έβλεπαν να πεθαίνουν οι σφαγμένες γυναίκες τους, βαστώντας τα παιδιά τους στα ματωμένα τους βυζιά· εκεί κορίτσια ξεκοιλιασμένα, αφού ικανοποίησαν τις φυσικές ανάγκες μερικών ηρώων, ξεψυχούσαν· άλλοι μισοκαμμένοι φώναζαν να τους αποτελειώσουν σκοτώνοντάς τους. Μυαλά ήτανε σκορπισμένα απάνω στη γη πλάι σε κομμένα χέρια και πόδια.
Ο Αγαθούλης τόσκασε όσο μπορούσε γρηγορώτερα σ' ένα άλλο χωριό: αυτό ήτανε Βουλγαρικό και οι Άβαροι ήρωες τόχαν περιποιηθή με τον ίδιο τρόπο. Ο Αγαθούλης πάντα βαδίζοντας πάνω σε μέλη, που σπάραζαν ή ανάμεσα σε ρημάδια, έφτασε τέλος, όξω από το θέατρο του πολέμου, έχοντας μερικά τρόφιμα μέσα στο δισάκκι του και μη ξεχνώντας ποτέ τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. Τα τρόφιμα του τέλειωσαν γρήγορα, όταν έφτασε στην Ολλανδία· αλλ' έχοντας ακουσμένα πως όλος εδώ ο κόσμος ήτανε πλούσιος και καλοί χριστιανοί, δεν αμφέβαλλε πως θα τον μεταχειριζοντανε τόσο καλά, όσο στον πύργο του κυρίου βαρώνου πριν διωχτή για τα ωραία μάτια της δεσποινίδας Κυνεγόνδης.
Ζήτησε ελεημοσύνη από πολλά σοβαρά προσώπατα, μα όλοι του απαντούσαν, πως αν εξακολουθούσε να κάμνη αυτό το επάγγελμα, θα τον κλείνανε σε κανένα σωφρονιστήριο για να μάθη να δουλεύη.
Απευθύνθηκε κατόπι σ' έναν άνθρωπο, που μόλις είχε πάψη να μιλή μόνος μιαν ολόκληρη ώρα περί ευσπλαχνίας μπροστά σε μια μεγάλη σύναξη ανθρώπων. Ο ρήτορας αυτός, κυττάζοντάς τον λοξά, του είπε:
– Τι έρχεστε να κάμετε εδώ. Σας έφερε κανείς καλός σκοπός;
– Δεν υπάρχει διόλου αποτέλεσμα χωρίς αιτία, απάντησε με μετριοφροσύνη ο Αγαθούλης· όλα είναι αλληλένδετα αναγκαστικά και κανωμένα για τον καλύτερο σκοπό. Με διώξαν κοντά από τη Δεσποινίδα Κυνεγόνδη, πέρασα από ραβδισμούς και πρέπει τώρα να ζητιανεύω το ψωμί μου, όσο να μπορέσω να το κερδίζω. Όλ' αυτά δε μπορούσαν να συμβούν αλλιώς.
– Φίλε μου, του είπεν ο ρήτορας και πιστεύεις πως ο Πάπας είναι ο Αντίχριστος.
– Δεν τόχα ως τόρα ακούσει να το λένε, απάντησε ο Αγαθούλης· μα είτε είναι είτε δεν είναι, εγώ δεν έχω ψωμί!
– Δεν είσαι άξιος να το φας, είπεν ο άλλος: Φεύγα, κατεργάρη, άθλιε μη με λερώνης με την παρουσία σου.
Η γυναίκα του ρήτορα είχε βγάλει το κεφάλι της στο παράθυρο και βλέποντας έναν άνθρωπο, που αμφέβαλλε πως ο Πάπας είναι ο Αντίχριστος, τούρριξε στο κεφάλι ένα τσουκάλι γεμάτο… Ω! ουρανοί! Σε τι σημείο φτάνει ο θρησκευτικός ζήλος των γυναικών!
Ένας άνθρωπος, που δεν είχε καθόλου βαφτισθή, ένας αγαθός αναβαφτιστής, ονομαζόμενος Ιάκωβος, είδε το σκληρό κι' ατιμωτικό τρόπο, που μεταχειρίστηκαν έναν αδερφό του, ένα ον δίπουν, άπτερον, έμψυχον. Τον επήρε σπίτι του, τον καθάρισε, τούδωσε ψωμί και μπύρα, του χάρισε δύο φιορίνια, θέλησε μάλιστα να τον μάθη να δουλεύη στο εργοστάσιό του, που έφκιανε περσικά