Πολιτεία, Τόμος 4. Платон
κρίσιν μας. – Θα ακολουθήσωμεν δηλαδή και εις αυτό την ιδίαν μας μέθοδον. – Ιδού λοιπόν πώς γίνεται η μετάβασις από την ολιγαρχίαν εις την δημοκρατίαν, ένεκα της απληστίας προς επαύξησιν της κεκτημένης περιουσίας, πράγμα το οποίον θεωρείται ως το ανώτατον αγαθόν εν τη ολιγαρχική πολιτεία. – Πώς γίνεται; – Επειδή οι άρχοντες εν αυτή οφείλουν το αξίωμά των εις τα μεγάλα των πλούτη, δεν τους συμφέρει να περιορίσουν διά νόμου την ελευθερίαν των ασώτων νέων, ώστε να μην έχουν το δικαίωμα να σπαταλούν και να καταβροχθίζουν τας περιουσίας των, διά να αγοράζουν αυτοί τα αγαθά των ή να τους δανείζουν με βαρείς τόκους και τοιουτοτρόπως να αυξάνουν ακόμη περισσότερον τα πλούτη των και την υπόληψίν των. – Αναμφιβόλως. – Είναι όμως ήδη φανερόν, ότι αδύνατον συγχρόνως και να τιμούν τον πλούτον εις μίαν πόλιν, και να εξασκούν την εγκράτειαν και την σωφροσύνην, αλλά κατ' ανάγκην ή το ένα θα παραμελούν ή το άλλο. – Εκτός πάσης αμφιβολίας. – Παραμελούντες λοιπόν οι άρχοντες εις τας ολιγαρχικάς πολιτείας και μη φροντίζοντες να περιορίσουν την ακολασίαν, ηνάγκασαν πολλούς, ανθρώπους ίσως εκ φύσεως ευγενών αισθημάτων, να καταντήσουν εις την εσχάτην ένδειαν. – Μάλιστα. – Κάθηνται λοιπόν αυτοί εις την πόλιν με το κέντρον έτοιμον και ωπλισμένοι, άλλοι μεν κατάχρεοι, άλλοι στερημένοι τα πολιτικά τους δικαιώματα, άλλοι και τα δύο μαζί, με την καρδίαν γεμάτην έχθραν και επιβουλήν εναντίον εκείνων, που επλούτησαν με τα λείψανα της περιουσίας των, και εναντίον όλων εν γένει των πολιτών, τρέφοντες σχέδια γενικής ανατροπής των πραγμάτων. – Έτσι είναι. – Εν τω μεταξύ οι χρηματισταί, πεσμένοι με τα μούτρα εις τη δουλειά των, χωρίς να κάνουν πως τους προσέχουν καν αυτούς, περιμένουν τίνος από τους άλλους θα έλθη τώρα η σειρά να πέση εις τα νύχια των, διά να τον αφαιμάξουν, δανείζοντες εις αυτόν και λαμβάνοντες τόκους πολύ περισσοτέρους από το αρχικόν κεφάλαιον και αυξάνοντες τοιουτοτρόπως τον αριθμόν των πτωχών και των κηφήνων εις την {πόλιν}. – Πώς βέβαια να μην τον αυξάνουν; – Δεν εννοούν μολαταύτα ν' ανακόψουν την πρόοδον του κακού, που υποβόσκει, είτε απαγορεύοντες εις τους ιδιώτας, να διαθέτουν όπως τους φανή την περιουσίαν των, είτε και με ένα άλλο μέσον, διά του οποίου προλαμβάνονται όλα αυτά τα κακά. – Και ποίον είναι αυτό το μέσον; – Ένας νόμος, ο οποίος, ελλείψει του πρώτου, θα ηνάγκαζε τους πολίτας να είναι τίμιοι εις τας συναλλαγάς των· διότι αν ήθελέ τις ορίση τα τοιούτου είδους συμβόλαια να γίνωνται επί κινδύνω των δανειστών, και η τοκογλυφία θα εξησκείτο ολιγώτερον αναιδώς εις την πόλιν, και ολιγώτερα από αυτά τα κακά, που είπαμεν τώρα, θα ανεφύοντο εν αυτή. – Πολύ σωστά. – Ενώ τώρα οι άρχοντες δι' όλους αυτούς τους λόγους γίνονται αφορμή να περιέρχωνται εις αυτήν την κατάστασιν οι υπήκοοί των· αυτοί δε οι ίδιοι και τα τέκνα των ζώντες βίον τρυφηλόν και μη γυμνάζοντες ούτε τα σώματα ούτε τας ψυχάς των, καταντούν μαλθακοί και ανίκανοι να αντισταθούν και εις τας ηδονάς και εις τας λύπας. – Πράγματι. – Αλλ' αφού αυτοί οι πατέρες δεν σκέπτονται τίποτε άλλο, παρά πώς να αυξήσουν