Τα Γεωργικά. Virgil
στη φλόγα
Ψένετε, τώρα αλέστε τους με το κοτρώνι. Βέβαια
Και τες γιορτές να γένονται κάποιες δουλιές το δίκηο
Κ' οι νόμοι αφίνουν, και καμιά θρησκεία δεν εμποδίζει
Τα ποταμάκια να οδηγάς, για τα σπαρτά ν' απλόνεις
Φράχτες, παγίδες για πουλιά να στιείς, να καις αγκάθια,
Και το κοπάδι των αρνιών στο υγέστατο ποτάμι
Να κολυμπάς· πολλές φορές φορτώνει κι' ο αγωγιάτης
Πάνου στη ράχη του οκνηρού του φορτικιού το λάδι
Και τα φτηνά τα οπωρικά, και χαραχτό ληθάρι
Φέρνει οχ τη χώρα γέρνοντας και μάζα μαύρης πίσσας.
Τες πρόσφορες για τες δουλιές ημέρες μ' άλλη τάξη
Και το φεγγάρι εδιόρισεν: αλάργευε την πέμτη,
(Τες Εριννύες εγέννησε, τον Άδη κι' όλας, σύντα
Η γης με γέννα βλάστημη τον Ιαπετό, τον Κοίον
Έκαμε και τον άσπλαχνο τον Τυφωέα, κι' όλα
Ταδέρφια, πούχαν ορκιστεί τον ουρανό να σκίσουν.
Αγωνιστήκαν τρεις φορές την Όσσα να ποθώσουν
Πάνου στο Πήλιο, ω θάμασμα, και πάνου από την Όσσα
Το δεντρωμένον Όλυμπο βάλθηκαν να κυλήσουν.
Μα τα στημένα τα βουνά μ' αστροπελέκι ο Δίας
Ρειπίζει και τες τρεις φορές.) Και βολικιά είνε μέρα
Για να φυτεύεις κλήματα και να μερόνεις βώδια
Πιασμένα, και σε ξύφαση να δένεις τα στημόνια,
Η δέκατη που ακολουθά την έφτατη· στο φύγι
Καλλίτερη είνε η έννιατη, στα κλεψιμιά είνε ενάντια.
Και κάλλιο γένονται πολλά την κρύα τη νύχτα κι' όλας,
Ή το πουρνό σύντα τη γης ο Αυγερινός δροσιάζει:
Κάλλιο το φλέστρο ταλαφρύ κοσσίζεται τη νύχτα,
Νύχτα τα στεγνολίβαδα· νοτιές που μαλακόνουν
Έχουν οι νύχτες. Κι' αγρυπνά πρόσαργα το χειμώνα
Κάποιος στο φως του λυχναριού και με τ' ακονισμένο
Σίδερο σκίζει τα δαδιά, κι' ως τόσο με τραγούδι
Παρηγορά τους μακρυνούς τους κόπους η συμβία
Συροκελώντας το ηχερό το χτένι στα στημόνια,
Ή και στες φλόγες το γλυκό χυμό του μούστου βράζει,
Ξαφρίζοντας του λεβετιού, που τράζεται, το χόχλο
Με φύλλα. Μα θερίζονται μες την καρδιά της ζέστας,
Τα κόκκινα γεννήματα, και στην καρδιά της ζέστας
Στ' αλώνια ξεσπορίζονται τ' απόξερα σιτάρια.
Σπέρνε γυμνός· αλάτρευε γυμνός· τι το χειμώνα
Άνεργοι μένουν οι γεωργοί, και το συνέμπασμά τους
Οι δουλευτάδες γεύονται συχνά με τες κρυάδες,
Κι' αλλήλως τους χαιράμενοι φροντίζουν για συμπόσια.
Καλεί ο χειμώνας σε γιορτές και καταλυεί τες έγνοιες,
Καθώς τα πλοία σαν έρχονται γιομάτα στο λιμάνι
Κ' οι ναύτες με χαρές κρεμούν στην πρύμνη τους στεφάνια.
Κ' είνε όμως τότες ο καιρός τα μύρτα τα αιματένια,
Οι εληές, τα δαφνοκούκουτσα, και τα δεντροβαλάνια
Να μαδηθούν, συρτοθηλειές για γερανούς και δίχτυα
Για λάφια τότες να στηθούν· να ξατρεχτεί ο μακραύτης
Λαγός· κι' αυτός που τα σκοινιά στριφογυρνά σφεντόνας,
Βαλεαρικής από στουππί, ζαρκάδι να τρυπήσει,
Ενώ το χιόνι κοίτεται ψηλά και κατεβάζουν
Οι