Τα Γεωργικά. Virgil
τ' αφριστά τα κύματά της βράζει.
Ο Δίας με χέρι αστραφτερό μες των γνεφιών το σκότος
Ρίχνει τ' αστραποπέλεκο. Τη γης την τρισμεγάλη
Σεισμός ταράζει· εχάθηκαν τ' αγρίμια· και στον κόσμο
Δειλιάζει τρόμος ταπεινός τ' ανθρώπινα τα σπλάχνα.
Αυτός με βόλι φλογερό τον Άθο ή τη Ροδόπη
Ή τα Κεραύνια τα ψηλά χτυπά· διπλόνει ο Νότος,
Ως κ' οι βροχάδες οι πυκνές· και τώρα κλαιν τα δάσα.
Και τώρα κλαίνε κ' οι γυαλοί για τ' απεικά φυσούνια.
Αυτό φοβούμενος κ' εσύ θένα τηράς τους μήνες
Και τους πλανήτες τουρανού και που του Κρόνου τάστρο
Αποτραβιέται το ψυχρό, κ' η φλόγα της Κυλλήνης
Με τι περιγυρίσματα στον ουρανό πλανιέται.
Το πρώτο απ' όλα τους θεούς θένα τιμάς και κάθε
Χρονιά θα κάνεις της τρανής της Δήμητρας θυσίες.
Στο χόρτο το γελάμενο προσφέρνοντάς τες πάντα.
Σύντα σωθούν της χειμωνιάς οι τελευταίες ημέρες
Κι' αρχίσει κι' όλας η άνοιξη με τες καλοκαιρίες.
Παχειά είνε τότες και ταρνιά, καλότατα τ' ακράτα,
Τότες κ' οι ύπνοι είνε γλυκοί κ' οι ισκιές πυκνές στα όρη.
Για σε ας τιμά τη Δήμητρα του κάμπου η νεολαία
Όλη, και συ για λόγου της ας λυώνεις τες κηρήθρες
Στο γάλα και στο νόστιμο το χάρισμα του Βάκχου·
Και τρεις φορές ολόγυρα στους νέους καρπούς ας έρθει
Το θύμα το ευτυχιστικό που θα το συνοδεύουν
Σύντροφοι αναγαλλιάζοντας κι' όλοι οι τραγουδιστάδες
Με τες φωνές τους κράζοντας τη Δήμητρα στα σπίτια.
Και κόσσα κάτου απ' τώριμο ταστάκι ας μην ποθώσει
Κανείς, α για τη Δήμητρα δε στεφανώσει πρώτα
Με ιδρύ πλεχτό το μέτωπο κι' ανίσως πριν δεν κάμει
Ασύστατα κουνήματα κι' α δεν ειπεί τραγούδια.
Για να μπορούμε κι' όλα εμείς με θετικά σημεία,
Τούτα να προγνωρίζουμε: κάψες, βροχές και ανέμους
Που τες κρύαδες οδηγούν, εδιόρισε ο πατέρας
Ο Δίας τι το μηνιάτικο φεγγάρι θα ορμηνεύει,
Με τι άστρο πέφτουν οι νότιες, συχνά τι βλέπει ο εργάτης
Τόμου κρατεί σιμώτερα στους σταύλους τα κοπάδια.
Αμέσως σα θα σηκωθούν ανεμικές ή αρχίζει
Ανήσυχο το μάμαλο της άρμης να φουσκόνει,
Και στα ψηλότερα βουνά ν' ακούγεται ένας κρότος
Ξερός, ή ανακατόνονται στα μακρυνά αντηχώντας
Οι ακρογιαλιές και του δρυμού περσεύει το μουρμούρι.
Και μεταβιάς ταπόζαβα σκαριά φυλάει το κύμα.
Τόμου γοργά οι βουτουναριές πετούν από τη μέση
Της θάλασσας και στους γιαλούς τα κράσματά τους φέρνουν,
Παίζουν στην ξέρη οι κόλυμποι και παραιτούν τες λίμνες
Τες γνωρισμένες οι ρωδιοί στα σύγνεφα πετώντας.
Σαν περιμένονται άνεμοι συχνά θα βλέπεις κι' όλας
Άστρα να χύνονται μ' ορμή, και στης νυχτός το σκότος
Οπίσω τους ν' ασπρολογούν μακρές αράδες φλόγας·
Συχνά ν' αεροστέκονται και τα πεσμένα φύλλα
Και τάχυρο τανάλαφρο, και στων νερών την όψη
Να παιγνιδούν πλεούμενα φτερά. Μα σαν αστράφτει
Από το μέρος τ' αγροικού Βορηά και σα βροντάει
Του