Κριτήριο Λάιμπνιτς. Maurizio Dagradi
φίλε μου. Θα το κάνω για σένα και για την Επιστήμη. Ωστόσο σου ζητώ να μου επιτρέψεις να φέρω και τη Μαόκο-Σαν. Είναι πολύ ικανή και θα με βοηθήσει να αντέξω την Τζάσμιν-Σαν>.
Ο Ντρου ήταν περιχαρής.
<Πολύ όμορφα, Νόμπου-Σαν. Θα είναι τιμή μου να έχω στην ομάδα μου μία ικανή φοιτήτρια, όπως η δεσποινίς Γιαμαζάκι. Σε πληροφορώ ότι, εντός λίγων ωρών, θα ορίσω την ημερομηνία της συνάντησης εδώ στο Μάντσεστερ. Σε ευχαριστώ από τα βάθη της ψυχής μου>.
<Εγώ σε ευχαριστώ, Ντρου-Σαν. Εύχομαι να σε ξανακούσω σύντομα. Konnichiwa!7>
<Konnichiwa, Νόμπου-Σαν!>
Ο Ντρου ήταν υπέρμετρα ανακουφισμένος που εξασφάλισε τη συμμετοχή του Κομπαγιάσι, παρά τις δυσκολίες που ήξερε ότι υπήρχαν και η λύση του να συμπεριλάβουν στην ομάδα τη Μαόκο, την οποία θεωρούσε συνάδελφο, ήταν το δυνατό χαρτί για μία αποδεκτή συνύπαρξη στο εσωτερικό της ερευνητικής ομάδας.
Η ιαπωνική κουλτούρα ακόμη θεωρούσε ότι η γυναίκα είχε κατώτερη θέση από τον άντρα, έτσι ήταν φυσικό ότι ο Κομπαγιάσι δεν έβλεπε με καλό μάτι την πολύ χειραφετημένη Τζάσμιν Νόβακ. Η Μαόκο θα έδινε στον Κομπαγιάσι την εντύπωση ότι εκείνος είχε τον έλεγχο και, ταυτόχρονα, θα αντιμετώπιζε αποτελεσματικά τη Νόβακ, τόσο σε επιστημονικό όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο, για την ηρεμία όλων και για να ολοκληρωθεί το εγχείρημα.
Τώρα, ο Καμαράντα.
Το τηλέφωνο χτύπησε για πολλή ώρα και, μετά, μία γυναικεία φωνή απάντησε απευθείας στα αγγλικά:
<Παρακαλώ>, ο τόνος της φωνής ήταν πολύ απρόθυμος.
<Είμαι ο καθηγητής Ντρου, από το Μάντσεστερ. Είναι εκεί ο καθηγητής Καμαράντα;>
<Είναι κάτω από την ινδοσυκή και διαλογίζεται>, η γυναίκα ακουγόταν πολύ απότομη.
<Μπορείτε να πάτε να τον φωνάξετε;>
<Τώρα δεν μπορώ. Έχω δουλειά>.
Ο Ντρου πέρασε στην επίθεση, θυμωμένος.
<Πρέπει, επειγόντως, να του μιλήσω. Πηγαίνετε να τον φωνάξετε αμέσως!>
Χωρίς να εντυπωσιαστεί καθόλου, η γυναίκα έγινε ακόμη πιο αντιδραστική.
<Όταν μπορέσω θα πάω. Καλέστε ξανά σε μία ώρα>.
Ο Ντρου έχασε την ψυχραιμία του.
<Άκου, βλαμμένη, πήγαινε αμέσως να φωνάξεις τον Καμαράντα, αλλιώς προβλέπω να σε στέλνει να κοιμηθείς στο πεζοδρόμιο!>
Εκείνη αντέδρασε. Και πώς αντέδρασε.
<Μπάσταρδε μίας κωλο-αποίκου! Οι γονείς σου ήρθαν εδώ και έσφαξαν τον αθώο κόσμο, μαζί γυναίκες και παιδιά. Μας εκμεταλλευτήκατε μέχρι θανάτου για να πλουτίσετε και για να φανείτε καλοί μπροστά σε αυτήν την πουτάνα τη βασίλισσά σας. Αν νομίζεις ότι θα κουνήσω τον κώλο μου για να σε εξυπηρετήσω, να πας να ψοφήσεις!> και έκλεισε απότομα το τηλέφωνο.
Ο Ντρου ήταν έξαλλος. Κατάλαβε ότι είχε μείνει με το νεκρό ακουστικό στα χέρια. Από το θυμό του είχε την παρόρμηση να το πετάξει πάνω στο γραφείο σαν ένα μολύβι, αλλά πήρε βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια και, σύντομα, είχε ηρεμήσει.
Έπρεπε να πέσει στην απόγονο των θυμάτων της αποικιοκρατίας, εκείνο το πρωινό! Και πόσο άπταιστα αγγλικά μιλούσε: φαινόταν σαν να ήταν από το Μπέρμιγχαμ! Δεν ήξερε πολλή ιστορία, ωστόσο: