Χόρεψε, Άγγελέ Μου. Virginie T.
να ξαναπάρω την πάνω βόλτα, κυρίως αδειάζοντας το μυαλό μου και αποβάλλοντας μέσω του χορού κάθε επίμονο συναίσθημα που με έπνιγε. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν ήταν εύκολο, μιας και τα γράμματα γινόντουσαν ολοένα και πιο απειλητικά, όσο πλησιάζαμε στην πρεμιέρα. Μάλιστα, το τελευταίο γράμμα, την ημέρα της παράστασης, δεν έφτασε στο θέατρο όπως τα προηγούμενα, αλλά απευθείας στο σπίτι μου, στο καταφύγιό μου, πράγμα διόλου ενθαρρυντικό που με γέμισε ανασφάλεια. Ο χορογράφος βρήκε το ύφος μου κάπως επιθετικό στην πρόβα τζενεράλε και μου ζήτησε να απαλύνω λίγο την έκφραση του προσώπου μου με τη βοήθεια του μακιγιάζ εκείνο το βράδυ. Ευτυχώς, ήταν ικανοποιημένος από τη συνολική απόδοσή μου.
Η γιαγιά μου είναι εδώ. Το ξέρω. Νιώθω το βλέμμα της πάνω μου. Δεν πρόλαβε να περάσει να με δει στο καμαρίνι μου πριν την έναρξη της παράστασης. Πάντα, όμως, το νιώθω, όταν είναι εδώ. Η παρουσία της με καθησυχάζει, και την έχω τόση ανάγκη τώρα. Όπως συμβαίνει με όλους τους αυτιστικούς, δύσκολα αντέχω τον θόρυβο και το πλήθος. Ευτυχώς, η αίθουσα είναι βυθισμένη στο σκοτάδι. Το κοινό, αθόρυβο, είναι συγκεντρωμένο στη μουσική και στους χορευτές, οι οποίοι με τη ρευστή έκφραση των κορμιών τους, αφηγούνται ένα από τα πιο διάσημα παραμύθια για παιδιά. Κάνω την είσοδό μου με κάποιες πιρουέτες πάνω στις πουέντ μου. Κλείνω τα μάτια και αφήνω τη μουσική να με παρασύρει. Νιώθω τη δόνηση από τον ήχο των πουέντ μου από την κορυφή μέχρι τα νύχια, καθώς λικνίζομαι ακολουθώντας τον ρυθμό. Ταξιδεύω το κορμί μου σε κάθε εκατοστό της σκηνής που μου είναι διαθέσιμο. Η καρδιά μου έχει συντονιστεί στις νότες του βιολιού. Η αναπνοή μου επιταχύνεται, καθώς τα βήματά μου διαδέχονται το ένα το άλλο. Νιώθω πια το βάθος της ύπαρξής μου. Ο εξορισμός της Αουρόρα, η απομόνωση στα βάθη του δάσους, η χαρά, όταν βρίσκει τους δικούς της, ο πόνος, όταν τους χάνει λίγο αφού επέστρεψε σε αυτούς και η ελπίδα ότι τελικά θα καταφέρει να αγαπηθεί. Αυτό το μπαλέτο έχει φτιαχτεί για εμένα. Κατά κάποιο τρόπο περιγράφει τη δική μου ζωή, από την ημέρα που έφυγα από τη Φλόριντα μέχρι τη στιγμή που βρήκα τη θέση μου στη σκηνή. Κανένας γοητευτικός πρίγκιπας στη ζωή μου, αλλά ένας μεγάλος έρωτας: ο χορός. Αυτό το πάθος που γεμίζει την καρδιά μου με αγαλλίαση. Ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα πάνω στην σκηνή. Με ρυθμό ξέφρενο που ούτε καν προλαβαίνω να κατανοήσω. Πολύ γρήγορα, υπερβολικά γρήγορα, η παράσταση τελειώνει. Η κουρτίνα πέφτει υπό τον εκκωφαντικό ήχο των χειροκροτημάτων των θεατών. Όλη αυτή η φασαρία με κάνει να νιώθω νευρική. Μακάρι να μπορούσα να δραπετεύσω μακριά από το πλήθος, αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Έχω τον πρώτο ρόλο και αυτό σημαίνει ότι οι θεατές έχουν έρθει για να δουν εμένα κατά κύριο λόγο. Η μοναδική παραχώρηση που έκανε ο καλλιτεχνικός διευθυντής είναι τουλάχιστον να μην κρατάνε οι χαιρετισμοί πάρα πολύ ώρα. Σφίγγω, λοιπόν, τα δόντια, την ώρα που όλος ο θίασος με πλησιάζει στη σκηνή και χαιρετάμε το κοινό μας όλοι μαζί, μόλις σηκωθεί και πάλι η κόκκινη βελούδινη κουρτίνα. Η αίθουσα είναι πλέον κατάφωτη και εγώ μπορώ να δω πόσος κόσμος βρίσκεται από κάτω. Προτιμώ, όμως, να μην αφήσω το βλέμμα μου να εστιάσει περισσότερο για να γλυτώσω από