Χόρεψε, Άγγελέ Μου. Virginie T.
μου στον ουρανό. Δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο. Τα αστέρια λάμπουν πάνω σε αυτό το υπέροχο χαλί από μαύρο βελούδο. Θα μπορούσα να μείνω εκεί με τις ώρες και να αφήσω αυτή τη γαλήνη να γεμίσει την αναστατωμένη ψυχή μου. Μικρότερη ονειρευόμουν να μπορώ πετάξω ψηλά και να χορέψω πάνω σε ένα σύννεφο. Ένας θόρυβος από βήματα στα αριστερά μου με κάνει να πεταχτώ και να συνειδητοποιήσω πού βρίσκομαι. Είμαι μια γυναίκα μόνη σε ένα σκοτεινό δρομάκι της Νέας Υόρκης. Μια ανησυχία αρχίζει να διαπερνά το κορμί μου. Στέκομαι ακίνητη. Παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Θέλω να φτάσω γρήγορα στο εστιατόριο. Δεν έχω απομακρυνθεί ιδιαίτερα, αλλά η απόσταση μού φαίνεται τώρα τεράστια. Αισθάνομαι ότι κάποιος με ακολουθεί. Είμαι σίγουρη. Θόρυβος από βήματα. Και μια δυνατή ανάσα. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό. Το στομάχι μου σφίγγεται από την αγωνία και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Επιταχύνω το βήμα μου και νιώθω ανακούφιση, όταν φτάνω στον προορισμό μου. Ευχαριστώ τον πορτιέρη που προλαβαίνει να ανοίξει την πόρτα και με αφήνει να περάσω χωρίς να χρειαστεί να καθυστερήσω. Προστατευμένη πια πίσω από τις γυάλινες πόρτες, κοιτάω πίσω μου, αλλά το μόνο που βλέπω είναι ο έρημος και ήσυχος δρόμος. Κανένας δεν φαίνεται. Η καρδιά μου ξαναβρίσκει τον φυσιολογικό της ρυθμό, αλλά το κεφάλι μου ακόμα βουίζει από την αγωνία. Νιώθω ότι το χάος των συναισθημάτων ξυπνάει το αυτιστικό παιδί μέσα μου. Βρίσκομαι στα πρόθυρα μιας κρίσης πανικού όπως αυτές που πάθαινα σε πολύ μικρή ηλικία. Βρίσκω καταφύγιο στις γυναικείες τουαλέτες. Κλειδώνω την πόρτα και κουλουριάζομαι στο πάτωμα με τον κορμό μου να γέρνει μπρος-πίσω. Νιώθω την ανάγκη να χορέψω για να εξωτερικεύσω τον φόβο που με κατατρώει, αλλά αυτό είναι αδύνατο αυτή την στιγμή. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ σε εμένα και να αδειάσω το μυαλό μου. Πιο εύκολο είναι να το λες παρά να γίνει όμως!
Ακούγεται θόρυβος από τακούνια στα πλακάκια μπροστά από την πόρτα. Κάνω ενστικτωδώς ένα βήμα πίσω, αλλά με εμποδίζει η λεκάνη που βρίσκεται πίσω μου.
«Γατούλα μου; Είσαι καλά; Σε είδα να μπαίνεις, αλλά δεν επέστρεψες στο τραπέζι».
Το άκουσμα της φωνής της γιαγιάς μου μού κάνει καλό. Αποφασίζω να συγκεντρωθώ σε αυτό, στην ίδια και τη φωνή της, μετρώντας παράλληλα από μέσα μου. Εισπνοή, 1, 2, 3, 4. Εκπνοή, 1, 2, 3, 4. Επαναλαμβάνω την άσκηση πέντε φορές συνεχόμενα. Η γιαγιά μου, αφού βημάτισε πάνω-κάτω για λίγη ώρα, κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα της τουαλέτας που βρισκόμουν εγώ.
«Άνοιξέ μου, Κατ. Το ξέρω ότι είσαι εδώ».
Τεντώνω το χέρι μου για να ξεκλειδώσω και η γιαγιά μου ανοίγει την πόρτα μαλακά. Τα μάτια της με κοιτούν λυπημένα. Κάθεται οκλαδόν μπροστά μου και μου χαϊδεύει τα μαλλιά, όπως κάνει πάντα όταν είμαι αναστατωμένη.
«Τι συμβαίνει, αγάπη μου;»
Δεν θέλω να μιλήσω. Όχι τώρα. Και κυρίως, όχι εδώ. Θα της τα πω όλα όμως. Το έχω ανάγκη. Θα το κάνω, όμως, στο σπίτι μου, εκεί που νιώθω ασφαλής. Αν πραγματικά είμαι και εκεί ασφαλής. Έχω πια αρχίσει να αμφιβάλλω.
«Οι γονείς σου σε αγαπούν, γατούλα μου. Απλώς δεν ξέρουν πώς να σου φερθούν. Δεν μπορούν να σε καταλάβουν».
«Το ξέρω, γιαγιά. Δεν πειράζει».
Προτιμώ